ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΥΔΑΙΜΟΝΙΑ ΣΤΗΝ ΠΕΙΝΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΟΥ “ΤΡΙΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ”. [Σκέψεις και απόψεις, ενότητα δεύτερη.]

          Η πείνα είτε είναι εποχιακή (υποσιτισμός), είτε μακροχρόνια που παίρνει μορφές λιμού και λιμοκτονίας, είναι μια κατάσταση που οφείλεται στο συνολικό σύστημα της κυριαρχίας και τα αίτιά της έχουν βαθιές ρίζες στην πρώτη οργανωμένη μορφή εξουσίας. Η φτώχεια και η έλλειψη τροφής είναι καταστάσεις που οφείλονται στην ανισότητα και τον διαχωρισμό που σπέρνει η κυριαρχία στον πλανήτη και στους ανθρώπους, εντός του πλαισίου επιβίωσης στον πολιτισμό.

Η προπαγάνδα που διαλαλεί ότι για το φαινόμενο της πείνας οφείλονται οι κλιματικές αλλαγές και η αύξηση του πληθυσμού, βασίζεται σε επιφανειακές εκτιμήσεις που εμπεριέχουν σκοπιμότητες αποπροσανατολισμού από την πραγματική αιτία του  προβλήματος και προσβλέπουν στην διατήρηση της τάξης. Το ότι ένα μέρος των ανθρώπων που εντοπίζονται κυρίως στη δύση πετάει και καταναλώνει τεράστιες ποσότητες φαγητού και πάσχει από παχυσαρκία, ενώ άλλοι άνθρωποι δεν έχουν να φάνε και λιμοκτονούν σε χώρες της Ασίας και της Αφρικής είναι απλώς η απόδειξη της ανισότητας που επικρατεί.

Για να καταλάβουμε πως φτάσαμε σε αυτή την κατάσταση θα πρέπει να δούμε πώς ήταν πριν τα πράγματα και γιατί άλλαξαν. Η μετάβαση από την τροφοσυλλεκτική και κυνηγετική περίοδο στην περίοδο παραγωγής τροφής και στη δημιουργία αγροτικών κοινωνιών δεν ήταν, όπως πολλοί ισχυρίζονται, μια νομοτελειακή εξέλιξη των πραγμάτων. Πολλές φυλές δοκίμασαν την οδό της παραγωγής τροφής αλλά ακολούθως την απέρριψαν. Υπάρχουν αποδείξεις ότι τροφοσυλλέκτες γειτνίαζαν με παραγωγούς τροφής και οι δεύτεροι ζητούσαν τη βοήθεια των πρώτων για να τα βγάλουν πέρα[1]. Υπάρχουν πολλές αποδείξεις ότι η ζωή των τροφοσυλλεκτών δεν ήταν καθόλου άσχημη. Στην πραγματικότητα οι τροφοσυλλέκτες βρίσκονταν σε καλύτερη μοίρα από τα δισεκατομμύρια ανθρώπους που ζουν στη σύγχρονη εποχή αλλά και από τους ανθρώπους των αρχαίων αγροτικών κοινωνιών. Οι τροφοσυλλέκτες –κυνηγοί, πρώτα απ’ όλα, είχαν άφθονο φαγητό. Για παράδειγμα οι βουσμάνοι, οι οποίοι αν και αποδεκατισμένοι μέχρι τις μέρες μας, έζησαν για δεκάδες χιλιάδες χρόνια ως τροφοσυλλέκτες στην έρημο Καλαχάρι. Εκεί έβρισκαν 85 διαφορετικά φυτά και 233 διαφορετικά έντομα, πουλιά και ζώα για να τραφούν με αυτά. Επομένως, η διατροφή τους ήταν πιο πλούσια σε θρεπτικά στοιχεία από αυτή των γεωργών. Επίσης, είχαν λιγότερο κίνδυνο να πεθάνουν από πείνα, γιατί μάζευαν τόσα διαφορετικά είδη τροφής που αν άρχιζαν να σπανίζουν μερικά, υπήρχαν πολλά άλλα για να καλύψουν τις ανάγκες τους. Ακόμα, οι βουσμάνοι κοπιάζουν λιγότερο απ’ όσο οι γεωργικές κοινωνίες, αφού χρειάζονται μόλις 15 ώρες κατά μέσο όρο τη βδομάδα για να μαζέψουν τη τροφή τους. Οι βουσμάνοι είναι ιδιαίτερα υγιείς γιατί βρίσκονται πάντα σε κίνηση στην ύπαιθρο. Επομένως, δεν υποφέρουν από τις ασθένειες που αναπτύσσονται στις πυκνοκατοικημένες πόλεις, με την σωματική κίνηση να είναι περιορισμένη και το περιβάλλον μολυσμένο.

Ο ανθρωπολόγος L.Morgan  που έζησε με τους αμερικάνους ινδιάνους τον 19ο αιώνα έγραψε: «Δεν ήταν δυνατόν να υπάρξει πείνα και στέρηση στο ένα άκρο ενός ινδιάνικου χωριού και αφθονία κάπου αλλού στο ίδιο χωριό».

Ο Jacob Barget, ένας ιησουίτης που έζησε μεταξύ του 1750 και 1767 μαζί με τους ινδιάνους της Καλιφόρνια, όταν επέστρεψε στην Ευρώπη έγραψε ένα κείμενο αναφορικά με για τους «Californians», όπως τους ονόμασε ο ίδιος. Περιέγραψε πόσο απλά ζούσαν, πώς κοιμόντουσαν κάτω από τα άστρα, πώς έτρωγαν οτιδήποτε έβρισκαν κι ότι δεν είχαν καθόλου θησαυρούς αλλά ούτε και τους ήθελαν. Κι όπως γράφει, οι Californians ήταν πιο ευτυχισμένοι και καλύτεροι χριστιανοί από τους ευρωπαίους. «Παρ’ όλα τα βάσανά τους οι Californians σπάνια αρρωσταίνουν. Γενικά είναι γεροί, τολμηροί και πολύ υγιέστεροι από χιλιάδες άλλους ανθρώπους που ζουν καθημερινά με καλύτερα φαγητά που μπορεί να ετοιμάζουν δεξιοτέχνες παριζιάνοι μάγειροι… Ζουν αναμφίβολα πολύ πιο ευτυχισμένα από τους πολιτισμένους κάτοικους της Ευρώπης… Σε όλη τη διάρκεια του χρόνου τίποτα δεν συμβαίνει που να προκαλεί στους Californians ταραχή, τίποτε που να τους κάνει τη ζωή δύσκολη και τον θάνατο επιθυμητό… Ο φθόνος, η ζήλεια και η συκοφαντία δεν πικραίνουν τη ζωή των ανθρώπων εκείνων και ούτε φοβούνται μήπως χάσουν ό, τι έχουν, ούτε ανησυχούν πώς να αυξήσουν τα αγαθά τους. Οι Californians δεν γνωρίζουν τη σημασία του ‘δικού μου- δικού σου’, δύο έννοιες που σύμφωνα με τον άγιο Γρηγόριο, γεμίζουν τις ημέρες μας με πίκρα και κακία. Αν και οι Californians φαίνεται να μην έχουν τίποτα, έχουν εν τούτοις ό,τι χρειάζονται… Δεν είναι επομένως, παράξενο που είναι πάντα γελαστοί και πάντα χαρούμενοι, δείχνοντας έτσι την ικανοποίηση τους που σε τελευταία ανάλυση είναι η πραγματική πηγή της ευτυχίας».[2]

Όταν ο άνθρωπος εξαρτήθηκε από παραγωγικές δομές και κράτη, η ανισότητα ήταν ένα γεγονός. Η συστηματοποιημένη εργασία ήταν πρωτόγνωρη για την μέχρι τότε ανθρωπότητα. Οι άνθρωποι, σύμφωνα με μια εκδοχή που δεν αποδεχόμαστε έτσι απλά, έγιναν γεωργοί για να μπορούν να έχουν πιο εύκολα τροφή. Παρ’ όλα αυτά ήταν αντιμέτωποι διαρκώς με το φάσμα της πείνας. Έτσι, μέχρι σήμερα δεν έχουμε ούτε ένα στοιχείο ισότητας και πλήρους ικανοποίησης του συνόλου των ανθρώπων σε κανένα πολιτισμό. Η πιο τραγική ίσως στιγμή στην ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού ήταν κατά τη γνώμη μας η κατασκευή του «Τρίτου κόσμου». Πολλές φορές στην ιστορία δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι εξοντώθηκαν από την πείνα, όμως αυτό που άρχισε από τις αποικιοκρατίες είναι κάτι το πολύ διαφορετικό σε σχέση με περιπτώσεις του παρελθόντος. Ο δυτικός πολιτισμός είναι ο πιο ισχυρός από όσους προηγήθηκαν και αυτό φαίνεται όχι μόνο από την υψηλή τεχνολογία αλλά και από τα εκατομμύρια ανθρώπων που καταδίκασε στην πείνα και τον θάνατο. Γι’ αυτό θεωρούμε ότι αξίζει να αναφερθούμε στις συνθήκες κάτω από τις οποίες κατασκευάστηκε ο «Τρίτος κόσμος». Η ορολογία «Τρίτος κόσμος» αν και είναι μια δημοσιογραφική επινόηση του 1950, θεωρούμε ότι δίνει την πραγματική διάσταση του προβλήματος που υπάρχει, ενώ η φράση «αναπτυσσόμενες χώρες» χρησιμοποιείται πολλές φορές για να αποκρύψει την πραγματική διάσταση της ανισότητας.

Με την εξέλιξη της ναυτικής τεχνολογίας στα τέλη του 15ου αιώνα, οι δυτικοευρωπαίοι απέκτησαν τον έλεγχο στις υπερπόντιες χώρες για τον ίδιο λόγο που χιλιάδες χρόνια πριν οι γεωργοί κέρδιζαν τον έλεγχο στους κυνηγότοπους(αν και υπήρξαν περιπτώσεις που έγινε το αντίθετο). Με τον έλεγχο του παγκόσμιου εμπορίου και τις πρώτες αποικίες κατάφερναν να παίρνουν ό,τι επιθυμούσαν (δούλους, χρυσάφι, ασήμι, πρώτες ύλες), για να περάσουν αργότερα στη βιομηχανική επανάσταση. Με τη βιομηχανική επανάσταση, οι δυτικοευρωπαίοι κατάφεραν είτε άμεσα είτε έμμεσα με οικονομική κυριαρχία (ημιαποικίες) να κατακτήσουν σχεδόν όλο τον κόσμο. Όπως αντίστοιχα τα πρώτα γεωργικά κράτη επιβλήθηκαν στους πιο αδύναμους γεωργούς και τροφοσυλλέκτες, ενσωματώνοντάς τους στον τρόπο ζωής τους.

Οι αποικίες για τους ευρωπαίους ήταν πηγές για την προμήθεια πρώτων υλών αλλά και αγορές για τη διάθεση πλεονάζοντος κεφαλαίου, όπως και για τη διάθεση βιομηχανικών προϊόντων. Οι υπερπόντιες αποικίες ήταν μια διέξοδος για επέκταση του δυτικού πολιτισμού, όπως και για τους  μικρομεσαίους ευρωπαίους να ανέβουν επίπεδα στην κοινωνική πυραμίδα, μεταναστεύοντας στις αποικίες κατά εκατομμύρια καθιστώντας τους ιθαγενείς μειονότητα, όπως στην Αυστραλία και στην Αμερικανική ήπειρο. Στην Ασία και την Αφρική όπου οι ντόπιοι υπερίσχυαν αριθμητικά, ώστε ήταν αδύνατο να παραμεριστούν ή να εξαλειφθούν, οι ευρωπαίοι χρησιμοποίησαν τη στρατιωτική τους τεχνολογία και δύναμη για να τους προσαρτήσουν ως αποικίες.

Με αυτόν τον τρόπο διαμορφώθηκαν οι πιο ιδιότυπες αυτοκρατορίες που υπήρξαν ποτέ στον γνωστό κόσμο. Η πιο ισχυρή, το Ηνωμένο Βασίλειο, το 1914 είχε 55 αποικίες με συνολικό πληθυσμό 391,5εκ. και 12εκ. τετραγωνικά μίλια επιφάνεια, η δεύτερη μεγαλύτερη αυτοκρατορία της Γαλλίας κατείχε 29 αποικίες και η τρίτη της Γερμανίας 10 αποικίες.

Καταλαβαίνουμε ότι με όπλο την τεχνολογική εξέλιξη τα δυτικοευρωπαϊκά κράτη επιβλήθηκαν σ’ όλο τον κόσμο αλλάζοντας τον μέχρι πρότινος τρόπο διαβίωσης, δημιουργώντας τεράστια προβλήματα σε εκατομμύρια ανθρώπους. Η εκβιομηχάνιση σε όλο τον κόσμο παρουσίασε τα ίδια φαινόμενα που παρουσιάστηκαν και στην Ευρώπη τον 19ο αιώνα. Οι παλαιότερες αυτοκρατορίες, όπως η ρωμαϊκή, η αιγυπτιακή ή της Μεσοποταμίας, εκμεταλλεύονταν τις επαρχίες τους με τους φόρους υποτελείας, όμως δεν διέλυαν τους πανάρχαιους θεσμούς και τις πρακτικές επιβίωσης, όπως έκαναν οι δυτικοευρωπαίοι με την κατάκτηση και την επιβολή της βιομηχανικής παραγωγής. Οι ευρωπαίοι εισήγαγαν στις αποικίες τη σύγχρονη ιατρική και υγιεινή για να αντιμετωπιστούν οι συνέπειες της αστικοποίησης στην υγεία των ανθρώπων. Το αποτέλεσμα αυτών των γεγονότων ήταν η ιλιγγιώδης αύξηση του πληθυσμού το μεγαλύτερο μέρος του οποίου ήταν καταδικασμένο στην φτώχεια και την πείνα. Τα εκατομμύρια της Ευρώπης μπορούσαν να μεταναστεύσουν στις νέες βιομηχανικές πόλεις των αποικιών, «για μια καλύτερη ζωή». Τα εκατομμύρια της Ινδίας, όμως, δεν μπορούσαν να ξεφύγουν από την εξαθλίωση. Οι αποικίες έχασαν την πανάρχαιη γνώση επιβίωσής τους από την αναδιοργάνωση της κοινωνίας σε όλα τα επίπεδα, ενώ ταυτόχρονα τις βιομηχανίες τις κατείχαν οι αποικιοκράτες.

Οι αυτοκρατορίες των αποικιών ήταν αδύνατο να κρατηθούν ως είχαν μετά τα γεγονότα του Β’ παγκοσμίου πολέμου και τους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες των αποικιών μεταξύ του 1940 και του 1980. Έτσι, 90 αποικίες απέκτησαν ως κράτη πολιτική ανεξαρτησία από τη δύση, ενώ οικονομικά παρέμειναν εξαρτημένες.

Οι νέες εξελίξεις στην τεχνολογία υψηλού επιπέδου έδωσαν την ευκαιρία στις βιομηχανικές δυνάμεις της δύσης για πιο έντονη διείσδυση και έλεγχο στον «Τρίτο κόσμο». Οι πολυεθνικές βιομηχανίες, εγκατεστημένες στις χώρες αυτές, συνέχισαν την περεταίρω εκμετάλλευσή τους.

Η υψηλή τεχνολογία επιβλήθηκε με το πρόσχημα ότι θα έλυνε το πρόβλημα της πείνας στον «Τρίτο κόσμο». Όμως, πίσω από τις υποσχέσεις και τα σλόγκαν του τύπου «τροφή για όλους»,  η αλήθεια είναι ότι στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα με την «πράσινη επανάσταση»[3] η ανισότητα και η εξαθλίωση διογκώθηκαν στον «Τρίτο κόσμο». Οι πολυεθνικές και οι γαιοκτήμονες έχοντας στα χέρια τους «θαυματουργούς σπόρους», λιπάσματα και εντομοκτόνα μπορούσαν να παράγουν πολλαπλάσιες ποσότητες γεωργικών προϊόντων πιο γρήγορα και με εξασφαλισμένη την απόδοση τους, απ’ ότι οι φτωχοί αγρότες που αποτελούν την πλειοψηφία του «Τρίτου κόσμου». Έτσι οι χωρικοί παραμερίστηκαν, επειδή δεν μπορούσαν να ανταγωνιστούν τις νέες τεχνολογίες και έχασαν τις αγροκαλλιέργειες τους. Σήμερα οι γενετικά τροποποιημένοι σπόροι, τα πετροχημικά λιπάσματα, τα εντομοκτόνα και οι νέες αγροτικές μηχανές κατέχονται από μια χούφτα πολυεθνικές. Εξουσιάζοντας με αυτό τον τρόπο όχι μόνο τον Τρίτο κόσμο αλλά και την παγκόσμια βιομηχανία τροφίμων.

Η «πράσινη επανάσταση» κατέστρεψε τους μικροκαλλιεργητές, τους έδιωξε ή τους εξάρτησε από το νέο σύστημα. Έκανε την τροφή τους τόσο ακριβότερη που τώρα δεν μπορούν ούτε να την παράγουν οι ίδιοι. Η παγκόσμια παραγωγή τροφής  αυξήθηκε σε τεράστιο βαθμό, όμως οι πεινασμένοι αντί να μειωθούν αυξήθηκαν όπως αυξήθηκε και ο πληθυσμός.

Οι πόλεις σε χώρες που ήταν πρώην αποικίες μεγαλώνουν πολύ γρήγορα, το ίδιο και οι παραγκουπόλεις (όπως οι favelas στη Βραζιλία και οι villas miseries στην Αργεντινή) και τα παραπήγματα των ανθρώπων που εγκαταλείπουν τους αγρούς λόγω των κοινωνικών ανακατατάξεων που έφερε η βιομηχανοποίηση και η «πράσινη επανάσταση». Σε αυτές τις αστικές φτωχογειτονιές εμφανίζονται πιο έντονα και μερικές από τις πιο άθλιες συνέπειες και εκδηλώσεις του πολιτισμού (καρτέλ ναρκωτικών, παιδική εκμετάλλευση, πορνεία, aids).

Η «πράσινη επανάσταση», ως αποτέλεσμα της εφαρμογής της υψηλής τεχνολογίας, έφερε τόσες αλλαγές στον πλανήτη Γη όσο καμιά άλλη περίοδος στην γνωστή ιστορία. Μόνο από το γεγονός ότι τα τελευταία 60 χρόνια ο πληθυσμός της Γης τριπλασιάστηκε και περίπου δύο δισεκατομμύρια άνθρωποι μετοίκισαν στις πόλεις, καταλαβαίνει κανείς το τι αλλαγές έφερε.

Περίπου το ¼ του σημερινού παγκόσμιου πληθυσμού έχει μειωμένη έως καθόλου πρόσβαση σε βασικές ανάγκες όπως το νερό και η τροφή, ενώ το 50% της γεωργικής παραγωγής καταλήγει να γίνεται ζωοτροφές ή να χρησιμοποιείται ως βιοκαύσιμα. Επιπρόσθετα, για τις παρούσες ανάγκες της γεωργίας χρησιμοποιείται το 70% της παγκόσμιας κατανάλωσης νερού, ενώ ένα άλλο μεγάλο μέρος του για το ξέπλυμα μεταλλευμάτων.

Κάποιοι άνθρωποι πριν μερικές χιλιάδες χρόνια ακολούθησαν μια διαφορετική πορεία από την μέχρι πρότινος αρμονική συνύπαρξη τους με τη φύση. Μια από τις υποσχέσεις και η μεγαλύτερη ψευδαίσθηση που ίσως να είχαν οι τότε «εξαπατημένοι» ήταν ότι «στον πολιτισμό θα είναι καλύτερα» και ότι με την συστηματοποιημένη γεωργία δεν θα υπάρχουν προβλήματα επιβίωσης. Παρ’ όλα αυτά είναι πολύ δύσκολο σήμερα να αποδεχτούμε ότι δίπλα στον ποταμό Τίγρη και Ευφράτη όπου αναπτύχθηκε ο πρώτος πολιτισμός στην ιστορία της ανθρωπότητας υπήρχε τόση έλλειψη τροφής που οδήγησε τους ανθρώπους στη γεωργία και την κτηνοτροφία.

Στην πραγματικότητα, ο πολιτισμός δεν έλυσε το πρόβλημα της πείνας αλλά το δημιούργησε, ο πολιτισμός δεν έφερε την ισότητα αλλά την εξάλειψε. Η βιομηχανική επανάσταση που είναι ένα κοντινό στην εποχή μας γεγονός δεν έλυσε ποτέ το πρόβλημα της πείνας ,αλλά ήταν η αιτία για την εξαθλίωση. Το ίδιο έγινε και με την «πράσινη επανάσταση» και τους γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς. Αποτέλεσμα όλης αυτής της πορείας των τελευταίων χιλιετιών: εξάρτηση, πείνα, καταστροφή  και ξανά από την αρχή. Η τεχνολογία διείσδυσε στην σχέση των ανθρώπων με τη φύση διαχωρίζοντας τους. Οι άνθρωποι πλέον, νομίζουν ότι έχουν ανάγκη την υψηλή τεχνολογία για να ζήσουν, έγιναν εξαρτήματα τυποποιημένων και στερεότυπων διατροφικών αναγκών και απώλεσαν την αρχέγονη γνώση φυσικής αρμονίας και διαβίωσης. Ακόμα κάποιοι θεωρούν την τεχνολογική εξέλιξη ουδέτερη, αλλά στην πραγματικότητα πάντα πήγαινε χέρι χέρι με την κυριαρχία. Ήταν και είναι (μια ακόμα) αιτία αλλά και το όπλο της κυριαρχίας.

Οπότε τι θέλουμε, την γενετικά τροποποιημένη ζωή και την πείνα ή την άγρια ευδαιμονία και την αναρχία;

Σύμπραξη για την αναρχία

adamasto.squat.gr

 


[1] Όπλα, μικρόβια και ατσάλι, J.Diamond, εκδ. κάτοπτρο, σ.128.

[2] Ιστορία του ανθρώπινου γένους, Α’ λυκείου, Λ. Σταυριανός.

[3] «Πράσινη επανάσταση» καθιερώθηκε να ονομάζεται η περίοδος όπου έγιναν ριζικές αλλαγές στον γεωργικό τομέα με την βοήθεια της επιστήμης. Στις αναπτυγμένες τεχνολογικά χώρες έλαβε χώρα μεταξύ του 1950 με 1970, ενώ μετά το 1967 στον «Τρίτο κόσμο», σε χώρες όπως η Ινδία, το Πακιστάν, το Μεξικό, οι Φιλιππίνες κι αλλού. Η «πράσινη επανάσταση» στηρίχτηκε στους γενετικά τροποποιημένους σπόρους, στη μονοκαλλιέργεια, στα πετροχημικά λιπάσματα, στα εντομοκτόνα και την νέα τεχνολογία. Το αποτέλεσμα  ήταν να πολλαπλασιαστεί η παραγωγή σιτηρών και άλλων γεωργικών προϊόντων.