Κατρακυλώντας στο κενό: η αποτυχία της συμβολικής σκέψης [John Ζerzan]

[ pdf ]

“Εάν δε συνέρθουμε σύντομα, θα έχουμε χάσει για πάντα την ευκαιρία της οικοδόμησης μιας γεμάτης νόημα εναλλακτικής λύσης στην ψευδο-ύπαρξη που εκλαμβάνεται ως ζωή στο σύγχρονο “πολιτισμό του θεάματος”. David Howes

Σε ποιο βαθμό μπορεί να ειπωθεί ότι ζούμε πραγματικά; Καθώς το περιεχόμενο του πολιτισμού φαίνεται να μαραίνεται και να προσφέρει λιγότερο βάλσαμο στις ταραγμένες ζωές μας, οδηγούμαστε να κοιτάξουμε βαθύτερα στους άγονους καιρούς μας. Και για τη θέση του πολιτισμού αυτού καθεαυτού μέσα σ’ όλα αυτά.

Ο Ted Sloan ρωτάει με αγωνία (1996), “Ποιο είναι το πρόβλημα με τη σύγχρονη εποχή; Γιατί οι σύγχρονες κοινωνίες συναντούν τόσα προβλήματα στην προσπάθειά τους να αναθρέψουν ενηλίκους ικανούς για φιλία, εργασία, απόλαυση και ηθική ζωή; Πού οφείλεται ότι τα σημάδια μιας κατεστραμμένης ζωής είναι τόσο κυρίαρχα;” Σύμφωνα με τον David Morris (1994), “Χρόνιος πόνος και κατάθλιψη, συχνά συνδεδεμένα και περιστασιακά θεωρούμενα ως μια και μοναδική δυσλειτουργία, συνιστούν μια πελώρια κρίση στην καρδιά της μεταμοντέρνας ζωής”. Έχουμε τον κυβερνοχώρο, την εικονική πραγματικότητα και την άμεση επικοινωνία μέσω των υπολογιστών στο παγκόσμιο χωριό και όμως έχουμε ποτέ νοιώσει τόσο αποδυναμωμένοι και τόσο αποξενωμένοι;

Καθώς ο Freud προέβλεψε ότι ο πολιτισμός στην πληρότητά του θα σημάνει παγκόσμια νευρωτική δυστυχία, ιδεολογικά ρεύματα ενάντια στον πολιτισμό αναδύονται σε απάντηση της ψυχικής εκπτώχευσης που μας περιβάλλει. Έτσι, η συμβολική ζωή, η ουσία του πολιτισμού, γίνεται αντικείμενο σκληρής κριτικής.

Μπορεί ακόμη να ειπωθεί ότι ο πολιτισμός, αυτό το τόσο γνώριμο, αν και τεχνητό στοιχείο, είναι το λιγότερο κατανοητό. Όμως η επιτακτική αναγκαιότητα κρατάει σε εγρήγορση την κριτική μας στάση και πολλοί απ’ εμάς ωθούμε την κριτική μας στο βυθό ενός σταθερά επιδεινώμενου τρόπου ύπαρξης. Ξεκινώντας από μια αίσθηση παγίδευσης και περιορισμού από τα σύμβολα εξάγεται η θέση ότι ο βαθμός στον οποίο η σκέψη και τα συναισθήματα δεσμεύονται από το συμβολισμό είναι το μέτρο με το οποίο το κενό γεμίζει τον εσωτερικό κόσμο και καταστρέφει τον εξωτερικό.

Φαίνεται να έχουμε βιώσει μια πτώση στην αναπαραστατικότητα, της οποίας τα βάθη και οι συνέπειες τώρα μονάχα γίνονται αντικείμενο σοβαρής διερεύνησης. Με μια θεμελιώδη διαστρέβλωση αρχικά τα σύμβολα μεσολάβησαν μεταξύ της πραγματικότητας και των εαυτών μας και αργότερα την αντικατέστησαν. Στις μέρες μας ζούμε εν μέσω συμβόλων σ’ ένα πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ’ ότι ζούμε με τους ίδιους μας τους εαυτούς ή απ’ ευθείας ο ένας με τον άλλον.

Όσο περισσότερο εμπλέκεται αυτό το σύστημα εσωτερικευμένης αναπαραστατικότητας, τόσο περισσότερο αποστασιοποιημένοι είμαστε από την περιβάλλουσα πραγματικότητα. Άλλου είδους δεσμοί, άλλοι τρόποι θέασης του εξωτερικού κόσμου φράζονται για να μην πούμε τίποτε άλλο χειρότερο, καθώς η επικοινωνία μέσω συμβόλων και οι μυριάδες μηχανισμοί αναπαράστασης έχουν πετύχει μια αποξένωση από την πραγματικότητα και συνιστούν ουσιαστικά μια προδοσία της.

Αυτή η διαμεσολάβηση και η συνακόλουθη παραποίηση και αποστασιοποίηση είναι ιδεολογική με μια πρωταρχική και πρωτότυπη έννοια* κάθε ιδεολογία που ακολούθησε είναι ένας αντίλαλός της. Ο Debord απεικόνισε τη σύγχρονη κοινωνία ως μια που επιβάλλει την απαγόρευση της ζωής προς χάρη της αναπαράστασής της: οι εικόνες βρίσκονται τώρα σε θέση ισχύος καβαλώντας τη ζωή. Αλλά αυτό μόνο καινούριο πρόβλημα δεν είναι. Υπάρχει ένας ιμπεριαλισμός ή επεκτατισμός του πολιτισμού εξαρχής. Και πόσο κομμάτι έχει κατακτήσει; Η φιλοσοφία λέει στις μέρες μας ότι η γλώσσα είναι εκείνη που σκέφτεται και μιλάει. Αλλά κατά πόσον είχαν πάντα έτσι τα πράγματα;

Το συμβολίζειν είναι γραμμικό, διαδοχικό και επιδιώκει συνεχώς την υποκατάσταση* δεν μπορεί να είναι ανοιχτό στο πλήρες περιεχόμενο του αντικειμένου του την ίδια στιγμή. Η λειτουργική λογική του είναι ακριβώς αυτή: να επηρεάζει προς ιδίον όφελος και να αναζητά την κυριαρχία. Η προσέγγισή του είναι: “άφησε το α να συμβολίζει το β” αντί του “άφησε το α να είναι το α”. Η γλώσσα έχει τη βάση της στην προσπάθεια να δημιουργήσει μια γενική εικόνα και να εξισώσει τα άνισα, και με τον τρόπο αυτό να παρακάμψει την ουσία και τη διαφορετικότητα ενός ποικίλου και μεταβλητού πλούτου.

Ο συμβολισμός είναι μια εκτεταμένη και βαθιά αυτοκρατορία, ο οποίος αντανακλά και κάνει συνεκτική μια θεώρηση του κόσμου, και είναι ο ίδιος μια κοσμοθεωρία, βασισμένη στην απομάκρυνση από το άμεσο και ξεκάθαρο ανθρώπινο νόημα.

Ο James Shreeve, στο τέλος του βιβλίου του Το αίνιγμα του Νεάντερταλ, δίνει μια πανέμορφη απεικόνιση μιας εναλλακτικής λύσης στη συμβολική ύπαρξη. Συλλογιζόμενος πάνω στη μορφή μιας πρωτύτερης, μη-συμβολικής συνείδησης, μιλάει για κάποιες σημαντικές διακρίσεις και δυνατότητες: εκεί όπου τώρα η εξουσία των σύγχρονων θεών κατοικεί στη γη, στο βουβάλι ή στο φύλλο χλόης, η ύπαρξη δηλαδή και η ψυχή του καθενός γινόταν αντιληπτή ως μια και μοναδική ζωτική δύναμη, χωρίς την ανάγκη διάκρισης μεταξύ τους με ξεχωριστά ονόματα. Κατά τον ίδιο τρόπο, η απουσία καλλιτεχνικής έκφρασης δεν αποκλείει την κατανόηση των πραγμάτων που με τέχνη είναι καμωμένο στο γύρω χώρο. Οι Νεάντερταλ δε ζωγράφιζαν τις σπηλιές με εικόνες ζώων. Αλλά πιθανότατα δεν είχαν την ανάγκη να αποστάξουν τη ζωή μέσα σε αναπαραστάσεις, διότι οι πεμπτουσίες της ήταν ήδη φανερωμένες στις αισθήσεις τους. Η θέα ενός καλπάζοντος κοπαδιού σε κίνηση ήταν αρκετή για να τους εμπνεύσει μια αναβλύζουσα αίσθηση ομορφιάς. Δεν είχαν τύμπανα, ούτε κοκαλένια φλάουτα, αλλά μπορούσαν να ακούσουν τους ρυθμούς του αέρα που μούγκριζε, τη γη και τα καρδιοχτύπια ο ένας του άλλου και να “ταξιδεύουν”.

Αντί να πανηγυρίσουμε τη γνωσιολογική επαφή με τον κόσμο που ο Shreeve πιστεύει ότι κάποτε χαιρόμασταν ή ακόμη καλύτερα να ξεκινήσουμε ένα σχέδιο επανάκτησής της, η χρήση των συμβόλων θεωρείται προφανέστατα και ευρέως ως το τυπικότερο χαρακτηριστικό της ανθρώπινης διάνοιας. Ο Goethe έλεγε: “Το καθετί είναι ένα σύμβολο”, καθώς; ο βιομηχανικός καπιταλισμός, ορόσημο διαμεσολάβησης και αλλοτρίωσης, απογειωνόταν. Την ίδια περίπου περίοδο ο Kane αποφάσιζε ότι το κλειδί για τη φιλοσοφία βρίσκεται στην απάντηση της ερώτησης: “Που εδράζεται η σχέση αυτού που μέσα μας ονομάζουμε “αναπαράσταση” με το αντικείμενό της;” Δυστυχώς, ανακάλυψε για τη σύγχρονη σκέψη μια ανιστόρητη και θεμελιωδώς ανεπαρκή απάντηση, δηλαδή ότι απλά δεν είμαστε φτιαγμένοι για να αντιλαμβανόμαστε την πραγματικότητα απ’ ευθείας. Δύο αιώνες αργότερα (1981) ο Emmanuel Levinas προσέγγισε περισσότερο την αλήθεια με το “η φιλοσοφία στη διαχρονικότητά της, είναι η συνειδητοποίηση της διάλυσης της συνείδησης”.

Ο Eli Sagan (1985) μιλώντας για λογαριασμό αμέτρητων άλλων δήλωνε ότι η ανάγκη να συμβολίζουμε και να ζούμε σ’ ένα κόσμο συμβόλων είναι, όπως και η επιθετικότητα, μια ανθρώπινη ανάγκη τόσο βασική που “μπορούμε να την απαρνηθούμε μονάχα με κόστος μια σοβαρή ψυχική διαταραχή”. Η ανάγκη για σύμβολα -και επιθετικότητα- δεν επικρατούσε ωστόσο πάντοτε. Αντίθετα, έχουν τις απαρχές τους στον τορπιλισμό και τον τεμαχισμό μιας πρωτύτερης ολότητας, στη διαδικασία της εξημέρωσης από την οποία ξεπήδησε ο πολιτισμός. Ένας πολιτισμός που αναδύθηκε ως χρόνος, γλώσσα, τέχνη, αριθμός και αργότερα γεωργία, προφανώς οδηγούμενος από μια σταδιακά επιταχυνόμενη ανάπτυξη στον καταμερισμό εργασίας που ξεκίνησε να λαμβάνει χώρα στην Ανώτερη Παλαιολιθική Περίοδο.

Η λέξη πολιτισμός (culture) προέρχεται από το λατινικό cultura, αναφερόμενη στην καλλιέργεια της γης δηλαδή στην εξημέρωση φυτών και ζώων όπως και των εαυτών μας. Ένα νευρικό πνεύμα αλλαγής και ανησυχίας μας ακολουθεί εν πολλοίς από τότε, καθώς οι συνεχώς μεταβαλλόμενοι τρόποι συμβολισμού προσπαθούν να επιδιορθώσουν αυτό που δεν μπορεί να αποκατασταθεί χωρίς την απόρριψη του ίδιου του συμβόλου και του κόσμου της αποξένωσης που δημιούργησε.

Ακολουθώντας τον Durkheim, η Lesli White (1949) έγραφε: “Η ανθρώπινη συμπεριφορά είναι συμβολική συμπεριφορά* η συμβολική συμπεριφορά είναι ανθρώπινη συμπεριφορά. Το σύμβολο είναι το σύμπαν της ανθρωπότητας”. Είναι πια καιρός να δούμε τέτοιες ρήσεις ως ιδεολογία, που υποστηρίζουν τη βασική παραποίηση που βρίσκεται στα θεμέλια μιας ουσιαστικά τα πάντα περικλείουσας ψευδής συνείδησης. Αλλά εάν ένας πλήρως ανεπτυγμένος συμβολικός κόσμος δεν είναι κατά τη δήλωση του Northrop Frye (1981) “ο χάρτης της ελευθερίας μας” ο ανθρωπολόγος Clifford Geertz (1965) φτάνει κοντύτερα στην αλήθεια με το να πει ότι είμαστε γενικώς εξαρτημένοι από “την καθοδήγηση που μας παρέχεται από συστήματα σημαντικών συμβόλων”. Ακόμη πλησιέστερα βρίσκεται ο Cohen (1974), ο οποίος παρατήρησε ότι τα σύμβολα είναι απαραίτητα για την ανάπτυξη και συντήρηση της κοινωνικής τάξης. Το σύνολο των συμβόλων αντιπροσωπεύει την κοινωνική τάξη και τη θέση του καθενός μας μέσα σ’ αυτήν, μια διατύπωση που αφήνει την ίδια τη γένεση αυτής της ρύθμισης χωρίς αμφισβήτηση. Πως η συμπεριφορά μας έφτασε να τυποποιηθεί από το συμβολισμό;

Ο πολιτισμός αναδύθηκε και ευδοκίμησε μέσω της κυριαρχίας επί της φύσης, η ανάπτυξη του οποίου αποτελεί ένα μέτρο αυτής της προοδευτικής επιβολής που ξεδιπλωνόταν με τον ολοένα μεγαλύτερο καταμερισμό της εργασίας. Ο Malinowski (1962) κατανόησε το συμβολισμό ως την ψυχή του πολιτισμού, κατά κύριο λόγο στη μορφή της γλώσσας ως μέσου για το συντονισμό δράσης ή την τυποποίηση τεχνικών, που επιπλέον παρέχει κανόνες για κοινωνική, ιεροτελεστική και εργασιακή συμπεριφορά.

Είναι ακριβώς η πτώση μας από μια πλήρη και απλή ζωή που τη βιώναμε άμεσα, από μια ζωή όπου η όποια γνώση αποκτιόταν εδώ και τώρα μέσα από τις αισθήσεις μας, η οποία αφήνει ένα κενό που ο συμβολισμός δε θα μπορέσει ποτέ να γεφυρώσει. Αυτό είναι που πάντα σκεπάζεται κάτω από στρώματα κάθε είδους παρηγοριών του πολιτισμού, πολιτισμικές λοξοδρομήσεις που δεν επαναφέρουν ποτέ τη χαμένη ενότητα. Κατά βάθος, μονάχα ό,τι καταστέλλεται γίνεται αντικείμενο συμβολισμού, γιατί μονάχα ό,τι καταστέλλεται χρειάζεται να συμβολιστεί. Το μέγεθος του συμβολισμού αποτελεί, απόδειξη στο πόσα πολλά έχουν κατασταλεί, απωθηθεί, αλλά που είναι πιθανώς ακόμη επανακτήσιμα.

Κατά πάσα πιθανότητα, ο καταμερισμός εργασίας που αναπτυσσόταν ανεπαίσθητα και αρκετά αργά για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα ξεκίνησε να διαβρώνει την αυτονομία του ατόμου και την πρόσωπο με πρόσωπο μορφή κοινωνικής ύπαρξης. Ο ιός που έμελλε να φτάσει σε πλήρη άνθηση ως πολιτισμός ξεκίνησε κάπως έτσι. Από την αρχική αλλοτρίωση μέχρι τον προηγμένο πολιτισμό, η διαδρομή είναι σημαδεμένη από ολοένα και περισσότερη ισοπέδωση του υποκειμένου, εξάρτηση, γραφειοκρατικοποίηση, πνευματική ερήμωση και στείρα τεχνολογικοποίηση.

Δεν πρέπει να μας παραξενεύει το γεγονός ότι το ερώτημα της απαρχής της συμβολικής σκέψης, της ίδιας της βάσης του πολιτισμού, αναδεικνύεται με δριμύτητα. Για να το πούμε πιο απλά, εμφανίζεται το ερώτημα: γιατί θα πρέπει να υπάρχει πολιτισμός; Ιδιαίτερα εάν λάβουμε υπόψη μας ότι η τεράστια παλαιότητα της ανθρώπινης διάνοιας είναι πλέον αποδεδειγμένη, κυρίως από το έργο του Thomas Wyhn (1989) για τη δυνατότητα σχεδιασμού πέτρινων εργαλείων εδώ και ένα εκατομμύριο χρόνια. Υπάρχει ένα ολοφάνερο κενό μεταξύ της αποδεδειγμένης ανθρώπινης ικανότητας για τη δημιουργία συμβολικού πολιτισμού και της απαρχής του, με αρκετές χιλιάδων γενεών να παρεμβάλλονται μεταξύ των δύο.

Ο πολιτισμός είναι μια αρκετά πρόσφατη υπόθεση. Το αρχαιότερο δείγμα τέχνης πάνω σε βράχο, για παράδειγμα, είναι περίπου 30.000 ετών, και η γεωργία ξεκίνησε πριν 10.000 χρόνια. Το κομμάτι που λείπει, ανάμεσα στη μακρά περίοδο που το I.Q. ήταν αρκετό για να κάνει δυνατό το συμβολισμό και την πραγματοποίησή του, ήταν μια μεταβολή στη σχέση μας με τη φύση. Φαίνεται εύλογο να δούμε σ’ αυτό το διάστημα σ’ ένα μάλιστα επίπεδο που πιθανόν ποτέ να μην κατανοήσουμε, μια άρνηση για κυριαρχία επί της φύσης. Ενδεχομένως τότε μονάχα όταν ο αγώνας για επιβολή στη φύση ξεκίνησε, πιθανώς ασυνείδητα, μέσω μιας αργής αύξησης του καταμερισμού εργασίας, να πήρε το πάνω χέρι ο συμβολισμός των εμπειριών.

Παρ’ όλα αυτά, συχνά υποστηρίζεται, ότι η βία στη πρωτόγονη κοινωνία – οι ανθρωποθυσίες, ο κανιβαλισμός, το κυνήγι κεφαλών, η δουλεία κ.λ.π. – μπορεί μονάχα να εξουδετερωθεί με το συμβολικό πολιτισμό. Μια απλή απάντηση σ’ αυτό το στερεότυπο του πρωτόγονου ανθρώπου είναι ότι η οργανωμένη βία δεν εξαφανίστηκε με τον πολιτισμό, αλλά στην πραγματικότητα ξεκίνησε μαζί μ’ αυτόν. Ο William J. Perry μελέτησε διάφορες φυλές του Νέου Κόσμου και παρατήρησε μια χτυπητή διαφορά μεταξύ μιας γεωργικής ομάδας και μιας μη-εξημερωμένης ομάδας. Βρήκε τη δεύτερη “φοβερά υποδεέστερη σε πολιτισμό, αλλά χωρίς της πρώτης τα αποκρουστικά έθιμα”. Ενώ σχεδόν όλες οι κοινωνίες που υιοθέτησαν μια εξημερωτική σχέση προς τη φύση, σ’ ολόκληρο τον πλανήτη, έγιναν υποκείμενα βίαιων πρακτικών, οι μη αγροτικές κοινωνίες δε γνώρισαν ποτέ οργανωμένη βία. Οι ανθρωπολόγοι έχουν προ πολλού επικεντρωθεί σε ινδιάνικες φυλές των βορειοδυτικών ακτών ως μια σπάνια εξαίρεση σ’ αυτήν την εμπειρική μέθοδο. Εάν και απαραίτητα αλιείς, σε κάποια περίοδο έφτασαν να κατέχουν σκλάβους και εγκαθίδρυσαν μια πολύ ιεραρχική κοινωνία. Ακόμη, όμως και εδώ, η εξημέρωση ήταν παρούσα, με τη μορφή εξημερωμένων σκύλων και καπνού ως μια ελάχιστη σοδιά.

Υποκύπτουμε στην εξαφάνιση του ατόμου-υποκειμένου και επιτρέπουμε στο πλέγμα του πολιτισμού να μας ελέγχει και να μας λέει πώς θα ζούμε, σαν αυτό να ήταν μια φυσική εξέλιξη. Είναι οτιδήποτε άλλο εκτός απ’ αυτό και πρέπει να είμαστε ξεκάθαροι για το τι μας έδωσε πραγματικά ο πολιτισμός και το τι μας πήρε.

Ο φιλόσοφος Richard Rorty (1979) περιέγραψε τον πολιτισμό ως το σύνολο των αξιώσεων για τη γνώση. Στην περιοχή της συμβολικής ύπαρξης οι αισθήσεις είναι υποτιμημένες, εξαιτίας του συστηματικού διαχωρισμού και της ατροφίας τους υπό συνθήκες πολιτισμού. Οι αισθήσεις δε θεωρούνται ως μια γνήσια πηγή αξίωσης για την αλήθεια.

Εμείς οι άνθρωποι επιτρέπαμε κάποτε μια πλήρη και ευαίσθητη υποδοχή σε οτιδήποτε άγγιζε τις αισθήσεις μας, αυτό που στα γερμανικά ονομάζεται umwelt ή ο κόσμος γύρω μας. Ο Heinz Werner (1940, 1963) υποστήριξε ότι πρωταρχικά επικρατούσε μια μοναδική αίσθηση, προτού οι διαχωρισμοί στην κοινωνία διαρρήξουν αυτήν την αισθητηριακή ενότητα. Επιβιώσαντες μη-αγροτικοί πληθυσμοί συχνά επιδεικνύουν, στην αλληλοεπίδραση και στην αλληλοεισδοχή των αισθήσεων, μια αρκετά μεγαλύτερη αισθησιακή επίγνωση και συμμετοχή απ’ ότι επιδεικνύουν οι εξημερωμένοι άνθρωποι (E. Carpenter 1980).

Άφθονα τα χτυπητά παραδείγματα, όπως οι Βουσμάνοι, οι οποίοι μπορούν να δουν τέσσερις δορυφόρους του Δία με γυμνό μάτι και μπορούν να ακούσουν ένα μονοκινητήριο ελαφρύ αεροπλάνο εβδομήντα μίλια μακριά (Farb 1978).

Ο συμβολικός πολιτισμός εμποδίζει την ανθρώπινη επικοινωνία με το να μπλοκάρει και να καταπνίγει κανάλια αισθαντικής επίγνωσης. Μια αυξανόμενα τεχνολογικοποιημένη ύπαρξη μας εξαναγκάζει να απορυθμιζόμαστε από τις περισσότερες εμπειρίες απ’ αυτές που θα μπορούσαμε να βιώσουμε. Η δήλωση του William Blake έρχεται στο μυαλό: “Εάν οι πόρτες της αντίληψης καθαρίζονταν, όλα θα αποκαλύπτονταν στον άνθρωπο όπως είναι, άπειρα. Γιατί ο άνθρωπος έκλεισε τον εαυτό του μέσα, μέχρι που βλέπει όλα τα πράγματα μέσω των στενών χαραμάδων του σπηλαίου του”.

Ο Laurens van der Post (1958) περιέγραψε την τηλεπαθητική επικοινωνία μεταξύ των Kung στην Αφρική, παρακινώντας το Richard Koan (1987) να χαρακτηρίσει τέτοιους τρόπους ως “αντιπροσωπεύοντες μια εναλλακτική λύση, παρά μια εισαγωγή στο είδος του πολιτισμού μέσα στον οποίο ζούμε”.

Το 1623 ο William Drummond έγραφε: “Τι γλυκές ικανοποιήσεις απολαμβάνει η ψυχή μέσω των αισθήσεων. Αυτές είναι οι πύλες και τα παράθυρα της γνώσης της, τα όργανα των απολαύσεών της”. Στην πραγματικότητα, το “εγώ” εάν όχι η “ψυχή”, δεν υπάρχει χωρίς τις σωματικές αισθήσεις* δεν υπάρχουν μη-αισθαντικές συνειδητές καταστάσεις ύπαρξης. Αλλά, είναι κάτι παραπάνω από προφανές πως οι αισθήσεις μας εξημερώθηκαν μέσα σε μια ατμόσφαιρα συμβολικού πολιτισμού: έγιναν ήμερες, αποκόπηκαν η μια από την άλλη, και τακτοποιήθηκαν κατά έναν ιεραρχικό τρόπο που αποκαλύπτει αρκετά. Η όραση, κάτω από την κυριαρχία της σύγχρονης γραμμικής προοπτικής βασιλεύει διότι είναι η αίσθηση που δεν έχει ανάγκη την εγγύτητα, που βολεύεται στην αποστασιοποίηση. Υπήρξε το μέσο μέσω του οποίου το άτομο μεταβλήθηκε σε θεατή, ο κόσμος ολόκληρος σε θέαμα και το σώμα ένα αντικείμενο ή δείγμα. Η πρωταρχικότητα του οπτικού δεν είναι τυχαία, διότι μια υπερβολική ανύψωση της όρασης όχι μονάχα τοποθετεί τον θεατή έξω απ’ αυτό που αυτός ή αυτή βλέπει, αλλά κάνει δυνατή την αρχή του ελέγχου ή της κυριαρχίας σ’ ένα πρώτο επίπεδο. Ο ήχος ή το άκουσμα ως το αποκορύφωμα των αισθήσεων θα ήταν κατά πολύ ανεπαρκέστατο για την εξημέρωση, διότι αυτό περιβάλλει και διεισδύει τόσο στον ομιλητή όσο και στον ακροατή.

Άλλες αισθησιακές ικανότητες υποτιμούνται ακόμη περισσότερο. Η όσφρηση, η οποία χάνει τη σπουδαιότητά της μονάχα όταν καταπνίγεται από τον πολιτισμό, ήταν κάποτε ένα ζωτικό μέσο για τη σύνδεση με τον κόσμο. Η φιλολογία πάνω στην αντίληψη αγνοεί σχεδόν ολοκληρωτικά την αίσθηση της όσφρησης, έτσι ακριβώς όπως ο ρόλος της είναι σήμερα τόσο περιορισμένος μεταξύ των ανθρώπων. Είναι, έτσι κι αλλιώς, μικρής χρησιμότητας για τους σκοπούς της κυριαρχίας* σκεπτόμενοι πως η όσφρηση μπορεί τόσο άμεσα να προκαλέσει ακόμη και πολύ απόμακρες μνήμες, πιθανά να αποτελεί ένα είδος αντι-εξουσιαστικής ικανότητας. Ο Lewis Thomas (1983) παρατήρησε ότι “η ενέργεια του να μυρίζει κανείς κάτι, οτιδήποτε, είναι ακριβώς η ίδια η ενέργεια του να σκέπτεται”. Και εάν δεν είναι, πολύ πιθανά συνήθιζε να ήταν, και πρέπει να γίνει ξανά.

Εμπειρίες ή πρακτικές της αφής είναι μια ακόμη αισθαντική περιοχή που προσδοκάτε από εμάς να εγκαταλείψουμε προς χάρη αντισταθμιστικών συμβολικών υποκατάστατων. Η αίσθηση της αφής έχει πραγματικά υποβαθμιστεί σε μια συνθετική, κυριαρχούμενη από την εργασία, εξ αποστάσεως ύπαρξη. Υπάρχει λίγος χρόνος για ή έμφαση πάνω σε απτή διέγερση ή επικοινωνία, εάν και τέτοιου είδους στέρηση προκαλεί ξεκάθαρα αρνητικά αποτελέσματα. Αποχρώσεις ευαισθησίας και τρυφερότητας χάνονται και είναι πασίγνωστο ότι βρέφη και παιδιά που σπάνια αγγίζονται, βαστάζονται ή χαϊδεύονται παρουσιάζουν προβλήματα ανάπτυξης και είναι συχνά συναισθηματικά υπανάπτυκτα.

Το άγγιγμα εξ ορισμού περιέχει την αίσθηση* το να σε “αγγίξει” κάτι σημαίνει να νιώσεις συναισθηματικά παρακινημένος, μια υπόμνηση της προηγούμενης ισχύς της αίσθησης της αφής όπως στην έκφραση “κράτα επαφή”. Η ελαχιστοποίηση αυτής της κατηγορίας αισθαντικότητας, ανάμεσα στις υπόλοιπες είχε τρομαχτικές συνέπειες. Η αναγέννησή της σ’ έναν επαναευαισθητοποιημένο, επανενωμένο κόσμο, θα προκαλέσει μια ανάλογα τρομαχτική βελτίωση στη ζωή. Όπως ο Tommy κραυγάζει, στη ροκ όπερα των Who με το ίδιο όνομα, “κοίταξέ με, νιώσε με, άγγιξέ με, γιάτρεψέ με”.

Όπως με τα ζώα, τα φυτά, τη γη και τα ποτάμια, έτσι και τα ανθρώπινα αισθήματα, οι αισθήσεις απομονώθηκαν και υποτάχθηκαν. Η σκέψη του Αριστοτέλη για ένα “κατάλληλο” σχέδιο για το σύμπαν υπαγόρευε ότι “κάθε αίσθηση έχει την κατάλληλή της σφαίρα”.

Ο Freud, ο Marcuse και άλλοι είδαν ότι ο πολιτισμός απαιτεί την εξάχνωση ή την καταπίεση των απολαύσεων των αισθήσεων της αμεσότητας έτσι ώστε το άτομο να μπορέσει να μετατραπεί σ’ ένα εργαλείο για εργασία. Ο κοινωνικός έλεγχος, μέσω του δικτύου των συμβόλων, αρκετά σκόπιμα αποδυναμώνει το κορμί. Ένας αλλοτριωτικός αντικόσμος, οδηγούμενος σε μεγαλύτερη αποξένωση από έναν συνεχώς μεγαλύτερο καταμερισμό στην εργασία, υποβαθμίζει τις σωματικές αισθήσεις και θεμελιωδώς αποσπά τον άνθρωπο από τους βασικούς ρυθμούς της ζωής του.

Το οριστικό σχίσμα μεταξύ πνεύματος και σώματος, που έχει αποδοθεί στις διατυπώσεις του Descartes το 17ο αιώνα είναι το ορόσημο της σύγχρονης κοινωνίας. Αυτό που ονομάστηκε ως η μεγάλη “ανησυχία του Καρτέσιου” όσον αφορά στο φάσμα του διανοητικού και ηθικού χάους, επιλύθηκε με το να καταπιεστεί η αισθαντική και παθιασμένη διάσταση της ανθρώπινης ύπαρξης. Για άλλη μια φορά βλέπουμε την εξημερωτική ορμή, που βρίσκεται στη βάση του πολιτισμού, το φόβο του να μην είναι κάτι υπό έλεγχο, να επιτίθεται με μανία στις αισθήσεις. Από εδώ και στο εξής η επιστήμη και η τεχνολογία έχουν τη θεωρητική άδεια να προχωρήσουν χωρίς όρια, με την αισθαντική γνώση να έχει αποτελεσματικά ξεριζωθεί όσον αφορά στην αξίωση για την αλήθεια ή την κατανόηση.

Βλέποντας τι απέφερε αυτή η συμφωνία, μια βαθιά ριζωμένη αντίδραση χαράζει ενάντια στην τεράστια συμβολική επιχείρηση που μας λυγίζει και εισβάλει σε κάθε κομμάτι μας. “Εάν δε “συνέρθουμε / έρθουμε στις αισθήσεις μας” σύντομα”, όπως ο David Howes (1991) έκρινε “θα έχουμε χάσει για πάντα την ευκαιρία της οικοδόμησης μιας γεμάτης νόημα εναλλακτικής λύσης στην ψευδο-ύπαρξη που εκλαμβάνεται ως ζωή στο σύγχρονο “πολιτισμό του θεάματος”. Η αποστολή της κριτικής μπορεί να είναι, κυρίως να μας βοηθήσει να δούμε τι χρειαζόμαστε για να φτάσουμε σε μια κατάσταση στην οποία θα είμαστε πραγματικά παρόντες ο ένας στον άλλο, αλλά και στον ίδιο τον κόσμο.

Ο πρώτος διαχωρισμός φαίνεται να ήταν η αίσθηση του χρόνου η οποία φέρνει μια απώλεια της αίσθησης του να είμαστε παρόντες στον εαυτό μας. Η ανάπτυξη αυτής της αίσθησης είναι σχεδόν αδιαχώριστη από την ίδια την αποξένωση εάν όπως το θέτει ο Levi-Strauss, “το χαρακτηριστικό γνώρισμα του μυαλού των αγρίων είναι η αχρονικότητα”, η ζωή στο εδώ και τώρα χάνεται μέσω της διαμεσολάβησης των πολιτιστικών επεμβάσεων. Η αίσθηση του παρόντος αναβάλλεται από το συμβολικό, και αυτή η άρνηση της στιγμής είναι η γέννηση του χρόνου. Είμαστε καταραμένοι απ’ αυτό που ο Eliade αποκάλεσε “ο τρόμος της ιστορίας” καθώς οι αναπαραστάσεις αντιτίθενται αποτελεσματικά στην άμεση διαισθαντική εμπειρία.

Ο Μύθος της Αιώνιας Επιστροφής του Mircea Eliade (1954) τονίζει το φόβο που όλες οι πρωτόγονες κοινωνίες είχαν για την ιστορία, το πέρασμα του χρόνου. Από την άλλη μεριά, φωνές του πολιτισμού προσπάθησαν να πανηγυρίσουν τη βύθισή μας σ’ αυτό το κατά βάση πολιτισμικό κατασκεύασμα. Ο Leroi-Gourhan (1964), για παράδειγμα, είδε στον προσανατολισμό στο χρόνο “πιθανόν την τελειότερη ανθρώπινη ενέργεια”. Οι αντιλήψεις μας έχουν τόσο πολύ κυριαρχηθεί και κορεστεί από το χρόνο που μας είναι δύσκολο να φανταστούμε τη γενική απουσία του χρόνου: για τους ίδιους λόγους που μας είναι τόσο δύσκολο να δούμε σ’ αυτό το σημείο, μια μη-αποξενωμένη, μη-συμβολική, μη διαχωρισμένη κοινωνική ύπαρξη.

Η ιστορία, σύμφωνα με τους Peterson και Goodall (1993), είναι σημαδεμένη από μια αμνησία για την καταγωγή μας. Το προκλητικό τους έργο Τα οράματα του Caliban τονίζει ότι η μεγάλη μας λήθη θα μπορούσε κάλλιστα να είχε ξεκινήσει με τη γλώσσα, το μηχανισμό από τον οποίο προήλθε ο συμβολικός κόσμος. Η συγκριτική γλωσσολόγος Mary LeCron Foster (1978, 1980) πιστεύει ότι η γλώσσα έχει ηλικία πιθανόν μικρότερη των 50.000 χρόνων και ότι αναδύθηκε ταυτόχρονα με τις πρώτες ωθήσεις στην κατεύθυνση της τέχνης, των τελετών και της κοινωνικής διαφοροποίησης. Ο λεκτικός συμβολισμός είναι το πρωταρχικό μέσο εγκαθίδρυσης, ορισμού και συντήρησης του συμβολικού κόσμου και της δομής της ίδιας μας της σκέψης.

Η γλώσσα μεταμορφώνει το νόημα και την επικοινωνία αλλά δεν είναι συνώνυμη μ’ αυτά. Η σκέψη, όπως συνειδητοποίησε ο Vendler (1967), είναι κατά βάση ανεξάρτητη της γλώσσας. Μελέτες ασθενών και άλλων που παρουσιάζουν παντελή έλλειψη στοιχείων προφορικού λόγου και γλώσσας δείχνουν ότι η νοημοσύνη παραμένει ισχυρή παρ’ όλη την έλλειψη αυτών των στοιχείων (Lecours and Joanette 1980, Donald 1991). Η άποψη ότι η γλώσσα διευκολύνει σε μεγάλο βαθμό τη σκέψη είναι παρομοίως αμφισβητήσιμη, καθώς επίσημα πειράματα με παιδιά και ενήλικους δεν το έχουν αποδείξει (G. Cohen 1977). Η γλώσσα ξεκάθαρα δεν αποτελεί μια απαραίτητη προϋπόθεση για τη σκέψη (βλ. Kertesz 1988, Jansons 1988).

Η λεκτική επικοινωνία είναι μέρος της μετακίνησης μακριά από μια πρόσωπο με πρόσωπο πραγματικότητα, κάνοντας δυνατό το φυσικό διαχωρισμό. Η λέξη στέκεται πάντα ανάμεσα σε ανθρώπους που επιθυμούν να συνδεθούν πραγματικά ο ένας με τον άλλο, διευκολύνοντας τον ξεπεσμό αυτού που δεν υπάρχει καμία ανάγκη να μιληθεί με το να ειπωθεί. Το ότι έχουμε ξεπέσει από μια μη-λεκτική κατάσταση ύπαρξης ξεκινά να φαίνεται ως μια σοβαρή άποψη. Αυτή η αίσθηση ενδεχομένως να κρύβεται πίσω από την άποψη του George W. Morgan (1968) ότι “τίποτα πραγματικά, δεν αποτελεί μεγαλύτερο αντικείμενο υποτίμησης και υποψίας στον απογοητευτικό κόσμο μας απ’ ότι η λέξη”.

Η επικοινωνία έξω από τον πολιτισμό περιλαμβάνει όλες τις αισθήσεις, μια συνθήκη συνδεδεμένη με τα χαρακτηριστικότερα στοιχεία των τροφοσυλλεκτών – κυνηγών, αυτά της ανοικτότητας και του μοιράσματος. Η λεκτική επικοινωνία μας έσπρωξε σε μια κοινωνία διαχωρισμένων και ατροφικών αισθήσεων. Θεωρούμε μάλιστα αυτή την αισθητηριακή υποβάθμιση ως δεδομένη σα να υπήρξε μια φυσική κατάσταση, έτσι ακριβώς όπως θεωρούμε δεδομένη την ικανότητα λεκτικής επικοινωνίας.

Ο πολιτισμός και η τεχνολογία υπάρχουν χάρη στη γλώσσα. Αρκετοί είδαν με τη σειρά τους στον ανθρώπινο λόγο ένα μέσο συντονισμού της εργασίας κάτι που σημαίνει, ένα απαραίτητο κομμάτι της τεχνικής της παραγωγής. Η γλώσσα είναι απαραίτητη για τη διαμόρφωση των κανόνων της εργασίας και της ανταλλαγής, που συνοδεύουν τον καταμερισμό της εργασίας. Οι εξειδικεύσεις μάλιστα και οι τυποποιήσεις της εν τη γενέσει τότε οικονομίας παραλληλίζονται μ’ αυτές της γλώσσας. Τώρα με οδηγό το συμβολισμό, ένα νέο είδος σκέψης καταλαμβάνει τα πάντα, το οποίο πραγματώνει τον εαυτό του μέσα στον πολιτισμό και την τεχνολογία. η αλληλοεξάρτηση της γλώσσας και της επιστήμης είναι τουλάχιστον τόσο προφανής όσο αυτής της γλώσσας και του πολιτισμού, και έχει ως αποτέλεσμα μια επιταχυνόμενη κυριαρχία επί του φυσικού κόσμου παρόμοια με τον έλεγχο που εισήχθηκε στο κάποτε αυτόνομο και αισθαντικό άτομο.

Ο Noam Chomsky, από τους μεγαλύτερους θεωρητικούς σε θέματα γλώσσας, κάνει ένα σοβαρό και αντιδραστικό λάθος με το να εμφανίζει τη γλώσσα ως μια “φυσική” πλευρά “της ίδιας της ανθρώπινης φύσης”, έμφυτη και ανεξάρτητη του πολιτισμού (1966, 1992). Η καρτεσιανή θεώρησή του βλέπει το μυαλό ως μια αφαιρετική μηχανή που προορίζεται απλά να τα βγάζει πέρα με σειρές συμβόλων και να τις χειρίζεται. Ιδέες όπως απαρχές ή αποξένωση δεν έχουν θέση σ’ αυτό το άγονο τεχνικό σχήμα. Ο Lieberman (1975) κάνει μια ακριβέστερη και ουσιωδέστερη διόρθωση: “Η ανθρώπινη γλώσσα θα μπορούσε να είχε εξελιχθεί μονάχα σε συνάρτηση με τη συνολική ανθρώπινη κατάσταση”.

Η πρωταρχική έννοια της λέξης ορίζω είναι, από τα λατινικά, περιορίζω ή φέρνω κάτι στο τέλος του. Η γλώσσα φαίνεται συχνά να “κλείνει” μια εμπειρία, όχι να μας βοηθάει να είμαστε ανοιχτοί σ’ αυτήν. Όταν ονειρευόμαστε αυτό που συμβαίνει δεν εκφράζεται με λόγια, έτσι ακριβώς όπως και οι ερωτευμένοι επικοινωνούν περισσότερο έντονα χωρίς τις λέξεις. Τι προήγαγε η γλώσσα που πραγματικά προήγαγε και το ανθρώπινο πνεύμα; Το 1976, ο von Glaserfield αναρωτήθηκε, “κατά πόσο, σε κάποια στιγμή στο μέλλον, θα συνεχίζει να φαίνεται τόσο προφανές ότι η γλώσσα βελτίωσε την επιβίωση της ζωής πάνω σ’ αυτόν τον πλανήτη”.

Ο αριθμητικός συμβολισμός είναι επίσης θεμελιακής σημασίας στην εξέλιξη ενός πολιτισμένου κόσμου. Σε αρκετές πρωτόγονες κοινωνίες θεωρούνταν και συνεχίζει να θεωρείται ατυχές να μετράς έμβια όντα, μια στάση που φανερώνει αντίσταση στην υποβάθμιση της φύσης σε αντικείμενο και που συνδέεται με τη διαδεδομένη πρωτόγονη αντίληψη ότι το να ονοματίζεις κάποιον είναι να εξασφαλίζεις εξουσία πάνω σ’ αυτόν. Η αρίθμηση όπως και η ονοματοδοσία, είναι μέρος της διαδικασίας εξημέρωσης που υπέστη ο άνθρωπος. Ο καταμερισμός της εργασίας προσφέρεται για μετρήσιμα μεγέθη σ’ αντίθεση μ’ αυτό που είναι ολιστικό, μοναδικό, όχι κατακερματισμένο. Το νούμερο είναι επίσης απαραίτητο για την αφαιρετικότητα που είναι εγγενής στην ανταλλαγή εμπορευμάτων και είναι προαπαιτούμενο για την απογείωση της επιστήμης και της τεχνολογίας. Η παρόρμηση για καταμέτρηση εμπεριέχει ένα παραμορφωμένο είδος γνώσης που επιζητά τον έλεγχο επί του αντικειμένου της και όχι την κατανόησή του.

Η άποψη ότι “ο μόνος τρόπος με τον οποίο πραγματικά κατανοούμε τα πράγματα είναι μέσω της τέχνης” είναι αρκετά διαδεδομένη. Μια άποψη όμως η οποία υπογραμμίζει την εξάρτησή μας από τα σύμβολα και τις κάθε είδους αναπαραστάσεις. “Το γεγονός ότι αρχικά όλη η τέχνη ήταν ιερή” (Eliade, 1985), δηλαδή ανήκουσα σε μια ξέχωρη σφαίρα, μας μαρτυρεί πολλά για την πρωταρχική της θέση ή λειτουργία. Η τέχνη είναι αναμεταξύ των προγενέστερων μορφών ιδεολογικής και ιεροτελεστικής εκφραστικότητας, συνεξελισσόμενη με θρησκευτικά έθιμα προορισμένα να κρατήσουν ενωμένη μια κοινοβιακή ζωή που άρχιζε να κατακερματίζεται. Υπήρξε ένα σημείο κλειδί διευκόλυνσης της κοινωνικής συνοχής και της κοινωνικής διαφοροποίησης (Dickson 1990), πιθανόν μέσω της ενστάλλαξης πληροφοριών στο άτομο για τη μαρτυρία της ιδιότητάς του ως μέλους μιας ομάδας, της κοινωνικής του θέσης και της σειράς του (Lumsden και Wilson 1983). Πριν απ’ αυτήν την περίοδο, κάπου κατά την Ανώτερη Περίοδο της Παλαιολιθικής, οι μηχανισμοί για την κοινωνική συνοχή ήταν άχρηστοι* ο καταμερισμός εργασίας, οι διακριτοί ρόλοι και οι εδαφικές αξιώσεις φαίνεται να ήταν εν πολλοίς ανύπαρκτοι. Καθώς εντάσεις και αγωνίες ξεκίνησαν να αναδύονται στην κοινωνική ζωή, η τέχνη και το υπόλοιπο του πολιτισμού αναπτύχθηκε με αυτές σε απάντηση της ενοχλητικής παρουσίας τους.

Η τέχνη, όπως και η θρησκεία, ξεκίνησαν απ’ αυτό το πρωταρχικό αίσθημα ανησυχίας, χωρίς αμφιβολία λεπτό αλλά όλο και περισσότερο ενοχλητικό στο ξεκίνημά του και στο βαθμιαίο εκ μέρους του σφετερισμού των πάντων. Το 1900 ο Him έγραψε για μια πρωτύτερη δυσαρέσκεια η οποία υποκίνησε την καλλιτεχνική αναζήτηση για μια “πληρέστερη και βαθύτερη έκφραση” ως “αποζημίωση για νέες ανεπάρκειες της ζωής”. Οι πολιτισμικές λύσεις, ωστόσο, δεν κάνουν λόγο για τα βαθύτερα ξεχαρβαλώματα που οι πολιτισμικές “λύσεις” είναι οι ίδιες μέρος τους. Αντιστρόφως, καθώς σχολιαστές τόσο ποικίλοι όσο ο Henry Miller και ο Theodor Adomo έχουν καταλήξει, δε θα υπάρχει καμία ανάγκη για τέχνη σ’ έναν μη-αποξενωμένο κόσμο. Αυτό που η τέχνη πάλεψε ανεπιτυχώς να αιχμαλωτίσει και να εκφράσει θα αποτελεί ξανά μια πραγματικότητα.

Η τέχνη αποτελεί μια γλώσσα και έτσι, προφανώς, έχει να κάνει με τις ιεροτελεστίες, που είναι μεταξύ των παλαιότερων πολιτισμικών και συμβολικών θεσμών. Η Julia Kristeva (1989) έκανε λόγο για “τη στενή σχέση γραμματικής και τελετουργικών” και οι μελέτες του Frits Staal για τις ιεροτελεστίες των Vedic του έδειξαν ότι η σύνταξη μπορεί να εξηγήσει πλήρως τη μορφή και το νόημα των ιεροτελεστιών. Καθώς παρατήρησε ο Chris Knight (1996) ο λόγος και οι τελετές αποτελούν “αλληλοεξαρτώμενες πλευρές του ενός και του ίδιου συμβολικού χώρου”.

Απαραίτητες για την είσοδο του πολιτισμικού στις ανθρώπινες σχέσεις, οι τελετές δεν αποτελούν μόνο ένα μέσο ευθυγράμμισης και επιβολής συναισθημάτων* αποτελούν επίσης μια τυποποίηση που είναι στενά συνδεδεμένη με τις ιεραρχίες και την επίσημη κυριαρχία πάνω στους ανθρώπους. Όλες οι γνωστές κοινωνίες που οργανώνονταν με βάση τις φυλές και όλοι οι αρχικοί πολιτισμοί είχαν ιεραρχικούς οργανισμούς κατασκευασμένους πάνω ή συνδεδεμένους με μια ιεροτελεστική δομή και ένα ανάλογο σύστημα ιδεών.

Παραδείγματα της σύνδεσης μεταξύ τελετών και ανισότητας, αναπτυσσόμενης νωρίτερα ακόμη και της γεωργίας, είναι πάμπολλα (Gans 1985, Conkey 1984). Οι ιεροτελεστίες λειτουργούν ως μια βαλβίδα ασφαλείας για την εκτόνωση των εντάσεων που τροφοδοτούνται από τους αναδυόμενους διαχωρισμούς στην κοινωνία και δουλεύουν στην κατεύθυνση της δημιουργίας και της συντήρησης της κοινωνικής συνοχής. Παλιότερα ακόμη δεν υπήρχε η ανάγκη για την ύπαρξη μηχανισμών που να ενοποιούν αυτό που ήταν σ’ ένα πλαίσιο απουσίας καταμερισμού εργασίας, ακόμη ολόκληρο και μη διαστρωματοποιημένο.

Έχει επίσης συχνά λεχθεί ότι η λειτουργία του συμβόλου είναι να αποκαλύπτει τις δομές της πραγματικότητας που είναι απρόσιτες στην εμπειρική παρατήρηση. Περισσότερο σωστός, σε όρους των διαδικασιών της κουλτούρας και του πολιτισμού, είναι ο ισχυρισμός του Abner Cohen (1981, 1993) ότι ο συμβολισμός και η ιεροτελεστική μεταμφίεση μυστικοποιούν και ιεροποιούν δυσάρεστα καθήκοντα και ρόλους και επομένως τους κάνουν να φαίνονται περισσότερο επιθυμητοί. Ή, όπως το έθεσε ο David Parkin (1992), το υποχρεωτικό της φύσης των τελετών μετριάζει τη φυσική αυτονομία των ατόμων με το να τους θέτει στην υπηρεσία της εξουσίας.

 

Δήθεν εναντιώμενος στην αποξένωση, ο αντικόσμος των δημόσιων τελετών παρατάσσεται ενάντια στο ρεύμα της ιστορικής κατεύθυνσης. Κάτι τέτοιο όμως αποτελεί μια ψευδαίσθηση, αφού οι τελετές διευκολύνουν την εγκαθίδρυση μιας πολιτισμικής τάξης, το ουσιαστικότερο στοιχείο μιας αλλοτριωμένης θεωρίας και πρακτικής. Οι τελεστικές εξουσιαστικές δομές παίζουν ένα σημαντικό ρόλο στην οργάνωση της παραγωγής (καταμερισμός εργασίας) και ενεργά επεκτείνουν τον ερχομό της εξημέρωσης. Οι συμβολικές κατηγορίες φτιάχνονται για να ελέγξουν το άγριο και το άγνωστο* επομένως η κυριαρχία επί των γυναικών προχωρά, μια εξέλιξη που φτάνει στην πλήρη πραγματοποίησή της με τη γεωργία, όταν οι γυναίκες γίνονται ουσιαστικά υποζύγια και/ή σεξουαλικά αντικείμενα. Μέρος αυτής της θεμελιώδους στροφής είναι και η κίνηση προς τον αποκλειστικό βιότοπο, την περιφρουρημένη δηλαδή χρήση μιας περιοχής και επιπλέον τον πόλεμο. Ο Johnson και η Earle (1987) συζήτησαν την αντιστοιχία ανάμεσα σ’ αυτήν την κίνηση και την αυξανόμενη σημασία των τελετών.

Σύμφωνα με τον James Shreeve (1995), “στην εθνογραφική έρευνα, οπουδήποτε συναντάς ανισότητα, αυτή δικαιολογείται με την επίκληση του ιερού”. Σε ανάλογο επίπεδο, όλος ο συμβολισμός, λέει ο Eliade (1985), ήταν αρχικά θρησκευτικός συμβολισμός. Η κοινωνική ανισότητα φαίνεται να συνοδεύεται από την υποδούλωση στη μη-ανθρώπινη σφαίρα. Ο M. Reinoich (απόσπασμα του οποίου αναφέρεται στον Radin, 1927) έλεγε ότι “χάρη στη μαγεία ο άνθρωπος περνά στην επίθεση ενάντια στον υπαρκτό κόσμο”. Ο Cassirer (1955) το εξέφρασε μ’ αυτόν τον τρόπο: “Η φύση δεν αποδίδει τίποτα χωρίς τελετές”.

Μέσα από την ιεροτελεστική δραστηριότητα ξεπήδησε ο σαμάνος, ο οποίος δεν ήταν μονάχα ο πρώτος ειδικός εξαιτίας του ρόλου του/της σ’ αυτόν τον τομέα, αλλά και ο πρώτος σε γενικές γραμμές επαγγελματίας του πολιτισμού. Η αρχαιότερη τέχνη πραγματοποιήθηκε από σαμάνους, καθώς αυτοί ανέλαβαν ιδεολογική ηγεσία και διαμόρφωναν το περιεχόμενο των τελετών.

Αυτός ο πρώτος ειδικός καθόριζε τα συλλογικά αισθήματα, και καθώς η ισχύς του σαμάνου αυξανόταν υπήρξε μια αντίστοιχη μείωση στη φυσική ζωτικότητα της υπόλοιπης ομάδας (Lommel 1967). Η κεντρική εξουσία, και πολύ πιθανόν η ίδια η θρησκεία, αναπτύχθηκε από την ανυψωμένη θέση του σαμάνου. Το φάσμα της κοινωνικής πολυπλοκότητας προσωποποιήθηκε σ’ αυτό το άτομο το οποίο έδραξε συμβολική εξουσία. Κάθε μεγάλος άνδρας ή αρχηγός εξελίχθηκε από την πρωτοκαθεδρία αυτής της φιγούρας στη ζωή της ομάδας.

Η θρησκεία, όπως και η τέχνη, συνεισέφερε σε μια κοινή συμβολική γραμματική η οποία ήταν αναγκαία από τη νέα κοινωνική τάξη και τις ρωγμές και αγωνίες που προκάλεσε.

Η λέξη θρησκεία (religion) βασίζεται στο λατινικό religare που σημαίνει δένω ή δεσμεύω και σε μια ελληνική ρηματική ρίζα που δηλώνει προσεχτικότητα στην παρακολούθηση τελετών, πίστη σε κανόνες. Η κοινωνική ενοποίηση, απαιτούμενη για πρώτη φορά, είναι έκδηλη ως ώθηση στη θρησκεία. Είναι η απάντηση σε ανασφάλειες και εντάσεις, η οποία υπόσχεται ξεπέρασμα και υπέρβαση της κρίσης, διαμέσου του συμβολισμού. Η θρησκεία δε βρίσκει καμία βάση για την ύπαρξη της νωρίτερα της λαθεμένης στροφής που έγινε στην κατεύθυνση της κουλτούρας και του πολιτισμού (εξημέρωσης). Ο αμερικάνος φιλόσοφος George Santayana το συνόψισε αρκετά καλά με το “ένας άλλος κόσμος για να ζήσεις μέσα του, αυτό είναι που εννοούμε με τη θρησκεία”.

Από την Καταγωγή των ειδών του Δαρβίνου έχουμε καταλάβει ότι η ανθρώπινη εξέλιξη επιταχύνθηκε σε μεγάλο βαθμό πολιτισμικά σε μια περίοδο ασήμαντων αλλαγών στην ίδια τη φυσιολογία του. Επομένως, η συμβολική ύπαρξη δεν εξαρτήθηκε από την αναμονή για τα σωστά δώρα για να μπορέσει να εξελιχθεί. Μπορούμε τώρα να δούμε, με τον Clive Gamble (1994), ότι η πρόθεση στην ανθρώπινη δράση δεν έφτασε με την εξημέρωση / γεωργία / θρησκεία”.

Οι ιθαγενείς κάτοικοι της αφρικανικής ερήμου Καλαχάρι, όπως μελετήθηκαν από τον Laurens van der Post (1967), έζησαν “σε μια κατάσταση απόλυτης εμπιστοσύνης, εξάρτησης και αλληλεξάρτησης με τη φύση”, η οποία ήταν “πολύ περισσότερο ευγενική σ’ αυτούς απ’ ότι υπήρξε ο οποιοσδήποτε πολιτισμός”. Οι εξισωτικές σχέσεις και το μοίρασμα ήταν οι κυριότερες χαρακτηριστικές αξίες της ζωής των κυνηγών – τροφοσυλλεκτών (G. Isaac 1976, Ingold 1987, 1988, Erdal και Whiten 1992 κ.λ.π.) η οποία περισσότερο ακριβέστερα αποκαλείται τροφοσυλλεκτική – κυνηγετική ζωή ή ο “ψάχνω για την τροφή μου” τρόπος ζωής. Στην πραγματικότητα, το μεγαλύτερο κομμάτι αυτής της διατροφής αποτελούνταν από φυτικό υλικό και δεν υπάρχουν αδιαμφισβήτητες αποδείξεις για το κυνήγι πρωτύτερα του Ανώτερου Τμήματος της Παλαιολιθικής Περιόδου (Binford 1984, 1985).

Μια εποικοδομητική ματιά σε σύγχρονες πρωτόγονες κοινωνίες είναι η εργασία του Colin Turnball (1961, 1965) στους Πυγμαίους του δάσους Ituri και στους γείτονές τους Bantu. Οι Πυγμαίοι ψάχνουν για την τροφή τους, ζώντας χωρίς θρησκεία ή πολιτισμό. Στους γεωργούς Bantu φαίνονται ως ανήθικοι και αδαείς, αλλά χαίρονται πολύ μεγαλύτερη ατομικότητα και ελευθερία. Προς δυσφορία των Bantu, οι Πυγμαίοι χλευάζουν με ασέβεια τις επίσημες τελετές των τελευταίων καθώς και την αίσθησή τους για την αμαρτία. Απορρίπτοντας την εδαφικότητα και με πολύ λιγότερα ιδιωτικά υπάρχοντα, “μετακινούνται ελεύθερα σ’ έναν χωρίς σύστημα, χωρίς διαγράμματα και χωρίς σύνορα κοινωνικό κόσμο” σύμφωνα με την Mary Douglas (1973).

Η τεράστια περίοδος πριν τον ερχομό της συμβολικής ύπαρξης είναι μια άφταστα προεξέχουσα πραγματικότητα και ένα ερωτηματικό για κάποιους. Σχολιάζοντας πάνω σ’ αυτήν “την περίοδο που καλύπτει χρονικά περισσότερο από ένα εκατομμύριο χρόνια”, ο Tim Ingold (1993) την αποκάλεσε “ένα από τα πιο προφανή αινίγματα που γνώρισε η αρχαιολογική επιστήμη”. Αλλά η μακροβιότητα αυτής της σταθερής, χωρίς πολιτισμό εποχής έχει μια απλή εξήγηση: όπως την υποψιάστηκε ο F. Goodman (1988), “υπήρξε μια τόσο αρμονική ζωή και μια τόσο επιτυχημένη προσαρμογή που δεν άλλαξε σε υλικούς όρους για αρκετές χιλιάδες χρόνια”.

Ο πολιτισμός θριάμβευσε τελικά με την εξημέρωση. Το εύρος της ζωής έγινε στενότερο, περισσότερο ειδικευμένο. Η ζωή βιαίως αποχωρίστηκε από την παλαιότερη γοητεία της και την αυθόρμητη ελευθερία. Η επίθεση του συμβολισμού πάνω στο φυσικό είχε επίσης και άμεσα αποτελέσματα στο εξωτερικό περιβάλλον. Παλιές βραχογραφίες, που βρέθηκαν 125 μίλια από την κοντινότερη καταγεγραμμένη λεπτή ροή νερού στη Σαχάρα, δείχνουν ανθρώπους να κολυμπάνε. Οι ελέφαντες ήταν κάτι σύνηθες ακόμη σε μερικές παραλιακές ζώνες της Μεσογείου το 500π.Χ. έγραφε ο Ηρόδοτος. Ο ιστορικός Clive Ponting (1992) έδειξε ότι κάθε πολιτισμός ελάττωσε την υγεία του φυσικού του περιβάλλοντος.

 

Και η καλλιέργεια βεβαίως δεν πρόσφερε μιας υψηλότερης ποιότητας ή περισσότερο αξιόπιστη τροφική βάση (M.N. Cohen 1989, Walker και Shipman 1996), ενώ από την άλλη μεριά εισήγαγε αρρώστιες όλων των ειδών, σχεδόν παντελώς άγνωστες έξω από τον πολιτισμό (Burkett 1978, Freund 1982) και σεξουαλική ανισότητα (M. Ehvenberg 1989, A. Getty 1996). Το βιβλίο των Hopi του Frank Water μας δίνει μια έξοχη εικόνα του ανεξέλεγκτου καταμερισμού εργασίας και της φτώχειας του συμβολικού: “Όλο και περισσότερο εμπορεύονταν για πράγματα που δε χρειαζόταν και όσο περισσότερα πράγματα έπαιρναν, τόσο περισσότερα ήθελαν. Αυτό ήταν πολύ σοβαρό. Γιατί δε συνειδητοποιούσαν ότι απομακρύνονταν από την καλή ζωή που τους είχε δοθεί”.

Ένα σχετικό κεφάλαιο από το Ο χρόνος πριν την ιστορία του Colin Tudge φέρει ένα τίτλο που δηλώνει τα μέγιστα, Το τέλος της Εδέμ: Γεωργία. Περισσότερα από μια βαθύτερη επιστημολογική διάκριση αποκαλύπτονται σ’ αυτήν την αντίθεση από τον Ingold (1993): “Εν συντομία, ενώ για τους γεωργούς και τους κτηνοτρόφους το εργαλείο είναι ένα όργανο ελέγχου, για τους κυνηγούς και τους τροφοσυλλέκτες θα θεωρούνταν καλύτερα ως ένα όργανο αποκάλυψης”. Και ο Horkheimer (1972) αναφέρει όσον αφορά στο ψυχικό κόστος της εξημέρωσης / κυριαρχίας της φύσης: “Η καταστροφή του εσωτερικού κόσμου είναι το τίμημα που ο άνθρωπος πρέπει να πληρώσει για το μη σεβασμό του για κάθε άλλο είδος ζωής εκτός απ’ τη δική του”. Η βία που κατευθύνεται προς τον εξωτερικό κόσμο επιβάλλεται ταυτόχρονα και σε πνευματικό επίπεδο και ο έξω κόσμος μεταμορφώνεται, υποτιμάται, τόσο σταθερά όσο και το πεδίο των ιδεών υπόκειται σε θεμελιώδη επαναπροσδιορισμό. Η φύση δεν όρισε τον πολιτισμό* το ακριβώς αντίθετο συνέβη.

Σήμερα είναι της μόδας, εάν όχι υποχρεωτικό, να υποστηρίζεται ότι ο πολιτισμός υπήρχε ανέκαθεν και θα συνεχίσει να υπάρχει για πάντα. Ακόμη και εάν είναι ευαπόδεικτες οι θέσεις ότι υπήρξε μια εξαιρετικά μακρά ανθρώπινη περίοδος μη κυριαρχούμενη από τους κάθε είδους συμβολισμούς, πιθανόν μάλιστα εκατό φορές τόσο μακρά όσο αυτή του πολιτισμού και ότι ο πολιτισμός κέρδιζε μόνο σε βάρος της φύσης, κανείς συνεχίζει να πιστεύει από εκατό μεριές ότι το συμβολικό – όπως και η αλλοτρίωση – είναι αιώνια. Με τον τρόπο αυτό ερωτήματα για τις απαρχές μας και τον προορισμό μας ως είδος γίνονται μάταια.

Αλλά τα όρια της κυρίαρχης λογικής και το κόστος του πολιτισμού μας είναι εντελώς ορατά για να αποδεχτούμε αυτού του είδους την υπεκφυγή. Από την άνοδο των συμβόλων οι άνθρωποι έχουν προσπαθήσει διαμέσου της συμμετοχής στον πολιτισμό να επανακτήσουν τη χαμένη τους αυθεντικότητα. Η συνεχής ώθηση ή αναζήτηση για το ανώτερο μαρτυρεί ότι η ηγεμονία του κενού είναι μια πολιτισμική σταθερά. Καθώς ο Thomas Mc Farland παρατήρησε (1987), “ο πολιτισμός γίνεται κυρίως μάρτυρας της απουσίας νοήματος και όχι της παρουσίας του.

Η μαζική, χωρίς να προσδίδει ικανοποίηση, κατανάλωση, στα πλαίσια των υπαγορεύσεων της παραγωγής και του κοινωνικού ελέγχου, βασιλεύει ως η κύρια καθημερινή παρηγοριά για την απουσία νοήματος, και ο πολιτισμός είναι σίγουρα ο ίδιος μια πρωταρχικά καταναλωτική επιλογή. Στη βάση του είναι ο καταμερισμός εργασίας που ορίζει τη λαθεμένη και αχρηστευτική μας συμβολική ολότητα. “Η αύξηση στην εξειδίκευση?”, έγραψε ο Peter Lomaw (1996), “υπονομεύει την αυτοπεποίθησή μας στη φυσιολογική μας ικανότητα να ζήσουμε”.

Είμαστε εγκλωβισμένοι στην πολιτισμένη λογική της αντικειμενοποίησης και στην αντικειμενοποιητική λογική του πολιτισμού, με τέτοιο τρόπο ώστε αυτοί που συμβουλεύουν για νέα τυπικά ή για άλλες αντιπροσωπευτικές μορφές ως ένα δρόμο για μια ξανα-εμπλουτισμένη ύπαρξη να χάνουν παντελώς το νόημα. Περισσότερες δόσεις από αυτό που αποτυγχάνει για τόσο καιρό δεν μπορεί να είναι η απάντηση. Ο Levi-Strauss (1978) αναφέρθηκε σε “ένα είδος σοφίας (που οι πρωτόγονοι) εξασκούν αυθόρμητα και η απόρριψη του οποίου, από το σύγχρονο κόσμο, είναι η πραγματική τρέλα”.

Ή η μη-συμβολική υγεία που κάποτε επικρατούσε, σ’ όλες τις διαστάσεις της ή τρέλα και θάνατος. Η κουλτούρα μας οδήγησε να προδώσουμε το ίδιο μας το ιθαγενές πνεύμα και την ολιστικότητα και να εισέλθουμε σ’ ένα συνεχώς υποβαθμισμένο φάσμα συνθετικής, απομονωτικής και αποδυναμωτικής αποξένωσης. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν υπάρχουν άλλες καθημερινές απολαύσεις χωρίς τις οποίες θα χάναμε την ανθρωπινότητά μας. Αλλά καθώς η κατάστασή μας χειροτερεύει, βλέπουμε φευγαλέα πόσα πολλά είναι αυτά που πρέπει να σβηστούν προκειμένου να επανορθώσουμε.

 

μετάφραση: Θανάσης