Ποιος σκότωσε τον Ned Ludd; [John και Paula Zerzan]

ned ludd”Ένα ομοίωμα του Ned Ludd από papier maché είναι ένα από τα σύμβολα των καιρών που πέρασαν, κάτι που μας υπενθυμίζει ποια θα ήταν η στάση των εργατών εάν τα συνδικάτα δεν είχαν αναπτυχθεί ισχυρά και αποτελεσματικά”.

Από το περιοδικό ”Εργασία” της πανβρετανικής συνδικαλιστικής ένωσης (TUC), την περίοδο της έκθεσης παραγωγής το 1956.

 

            Στην Αγγλία, το πρώτο βιομηχανικό κράτος και με αφετηρία την υφαντουργία – την πρώτη και κύρια επιχείρηση του εκεί κεφαλαίου – εξαπλώθηκε πλατιά (ανάμεσα στα 1810 με 1820), το επαναστατικό κίνημα γνωστό ως Λουδισμός (Luddism). Η πρόκληση των εξεγέρσεων των Λουδιτών – και η ήττα τους – είχε μεγάλη σημασία για την μετέπειτα πορεία της σύγχρονης κοινωνίας. Οπωσδήποτε, η καταστροφή των μηχανών, το κύριο όπλο τους, είχε εμφανισθεί νωρίτερα απ’ αυτή την περίοδο` ο Ντάρβαλ την όρισε επακριβώς ως «μόνιμη» καθ’ όλη τη διάρκεια του 18ου αιώνα, και σε καλές και σε κακές περιόδους και, οπωσδήποτε, δεν περιοριζόταν ούτε στους εργάτες υφαντουργίας ούτε στην Αγγλία. Εργάτες, αγρότες, ανθρακωρύχοι, μυλωνάδες και πολλοί άλλοι συμμετείχαν στην καταστροφή των μηχανών, συχνά ενάντια σ’ ό,τι θα μπορούσε γενικά να ορισθεί ως «τα ίδια τα οικονομικά τους συμφέροντα». Παρόμοια, όπως μας θυμίζει ο Φίλοπ-Μίλλερ, οι εργάτες της Ερπέν και της Εξ-λα-Σαπέλ (Άαχεν) ήταν εκείνοι οι οποίοι κατέστρεψαν το σημαντικό εργοστάσιο Κοκρίλ, οι υφαντουργοί του Σμόλεν και του Κριμιτσάου εκείνοι που κατέστρεψαν τους μύλους αυτών των πόλεων, και αμέτρητοι άλλοι στην αυγή της Βιομηχανικής Επανάστασης.

            Παρ’ όλα αυτά, οι Άγγλοι εργάτες υφαντουργίας – πλέκτες, υφαντές, κλώστες, κόπτες, κουρείς και λοιποί – ήταν εκείνοι που ξεκίνησαν ένα κίνημα το οποίο «με γνήσια επαναστατική ορμή σπάνια εξαπλώθηκε πιο πλατιά στην ιστορία της Αγγλίας», όπως έγραψε ο Τόμσον, και που αποτελούσε ίσως μιαν υποβάθμιση της σημασίας του. Μολονότι αναγνωρίζεται γενικά σαν τυφλό, ανοργάνωτο, αντιδραστικό, περιορισμένο και αναποτελεσματικό κίνημα, αυτή η ενστικτώδης εξέγερση ενάντια στη νέα οικονομική τάξη υπήρξε πολύ πετυχημένη για ένα μικρό χρονικό διάστημα κι είχε επαναστατικούς σκοπούς. Ήταν ισχυρότερο στις πιο ανεπτυγμένες περιοχές, ιδιαίτερα στις κεντρικές και βόρειες περιοχές της χώρας. Οι Times, στις 11 Φλεβάρη του 1812, αναφέρουν «την εκδήλωση ανοιχτού πολέμου» στην Αγγλία. Ο ανθυπολοχαγός Γουντ έγραψε στον υπουργό Φίτζγουίλλιαμ στις 17 Ιούνη, ότι «εκτός απ’ τις περιοχές που ήταν υπό τον έλεγχο του στρατού, η χώρα βρισκόταν ουσιαστικά στα χέρια ανόμων».

            Οι Λουδίτες ήταν όντως ακαταμάχητοι αρκετές φορές κατά την δεύτερη δεκαετία του αιώνα, αναπτύσσοντας υψηλό ηθικό και αυτοσυνείδηση. Κατά τη γνώμη των Κολ και Ποστγκέιτ, «σίγουρα, τίποτε δε σταματούσε τους Λουδίτες». Οι στρατιώτες έτρεχαν πέρα-δώθε απελπισμένα, αμήχανοι εξαιτίας της σιωπής και της συνεργίας των εργατών. Επιπλέον, η εξέταση των εφημερίδων, των επιστολών και των φυλλαδίων της εποχής εκείνης, αποκαλύπτει τη δεδηλωμένη πρόθεση για εξέγερση ` για παράδειγμα «πρέπει ν’ ανατρέψουμε όλους τους ευγενείς και τους τυράννους» όπως αναφέρει ένα φυλλάδιο που μοιράστηκε στο Ληντς. Αποδείξεις συγκεκριμένων γενικών επαναστατικών προετοιμασιών αφθονούσαν, για παράδειγμα στο Γιορκσάιρ και στο Λανκασάιρ ήδη απ’ τα 1812.

            Πλήθος ιδιοκτησιών καταστράφηκε, συμπεριλαμβανομένου ενός τεράστιου αριθμού αργαλειών, οι οποίοι είχαν σχεδιασθεί εκ νέου για την παραγωγή αγαθών κατώτερης ποιότητας. Στην πραγματικότητα, το κίνημα πήρε τ’ όνομα του απ’ τον νεαρό Νεντ Λουδ (Ludd), ο οποίος, αντί να εκτελέσει την προδιαγεγραμμένη, ασήμαντη εργασία του, προτίμησε να πάρει μια βαριά και να ορμήσει στους αργαλειούς που βρίσκονταν γύρω του. Αυτή η εμμονή είτε στον έλεγχο της παραγωγικής διαδικασίας, είτε στον εκμηδενισμό της, διέγειρε τη λαϊκή φαντασία και πρόσφερε στους Λουδίτες ουσιαστικά μια ομόφωνη υποστήριξη. Ο Χομπσμπάουμ δήλωνε ότι υπήρχε «υπερβολική συμπάθεια για τους καταστροφείς των μηχανών σε όλα τα στρώματα του πληθυσμού», μια κατάσταση η οποία μέχρι το 1813, σύμφωνα με τον Τσώρτσιλ, «είχε αποκαλύψει μια πλήρη απουσία μέσων διατήρησης της δημόσιας τάξης». Η καταστροφή των αργαλειών είχε μετατραπεί σε επίθεση κατά του κεφαλαίου στο 1812 και μια όλο και μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη που υπερέβαινε αριθμητικά το σύνολο των στρατιωτών που διέθετε ο Ουέλλιγκτον εναντίον του Ναπολέοντα, ήταν αναγκαίο ν’ αποσταλεί για την αναχαίτιση της. Ο στρατός, όμως, ήταν όχι μόνο κατακερματισμένος σε μικρές μονάδες, αλλά συχνά θεωρούνταν κι αναξιόπιστος, εξαιτίας της συμπάθειας των στρατιωτών για την υπόθεση των Λουδιτών και της παρουσίας πολλών Λουδιτών στις γραμμές τους. Παρόμοια, το κράτος δεν μπορούσε να βασιστεί στις τοπικές δικαστικές και στρατιωτικές αρχές και το ευρύ σύστημα χαφιέδων που δημιούργησε αποδείχθηκε αναποτελεσματικό απέναντι στην πραγματική αλληλεγγύη του πληθυσμού. Όπως θα μπορούσαμε να υποθέσουμε, η εθελοντική πολιτοφυλακή όπως είχε καθορισθεί απ’ την Πράξη περί Επαγρύπνησης κι Επιτήρησης, δεν χρησίμευε παρά σαν «όπλο των πιο δυσαρεστημένων», σύμφωνα με τον Χάμμοντς, κι έτσι απ΄ την εποχή του Πηλ ήταν αναγκαίο να εγκαθιδρυθεί το σύγχρονο επαγγελματικό αστυνομικό σύστημα.

            Εκείνο που χρειαζόταν ενάντια σ’ ό,τι ο Ματίας όρισε ως «απόπειρα καταστροφής της νέας κοινωνίας», ήταν ένα όπλο εγγύτερα στον τόπο παραγωγής, δηλαδή, η υποστήριξη της αποδοχής της θεμελιώδους τάξης με τη μορφή του συνδικαλισμού. Μολονότι είναι ξεκάθαρο ότι η προώθηση του συνδικαλισμού ήταν συνέπεια του Λουδισμού, στον ίδιο βαθμό που ήταν κι η δημιουργία της σύγχρονης αστυνομίας, θα πρέπει επίσης να γίνει αντιληπτό ότι πριν απ’ τις εξεγέρσεις των Λουδιτών, οι υφαντουργοί και άλλοι είχαν μια μακρόχρονη παράδοση ανοχής απέναντι στον συνδικαλισμό. Συνακόλουθα, όπως επισημαίνουν μόνοι σχεδόν οι Μόρτον και Τέιτ, η καταστροφή των μηχανών σ’ αυτή την περίοδο δεν μπορεί να θεωρηθεί ως έκρηξη απελπισίας των εργατών οι οποίοι δεν είχαν άλλη διέξοδο. Παρά τις Νομοθετικές Πράξεις περί Ενώσεων, που ήταν μια μη εφαρμοζόμενη απαγόρευση των συνδικάτων, ανάμεσα στο 1799 και το 1824, ο Λουδισμός δεν βρέθηκε στο κενό, αλλά για κάποιο χρονικό διάστημα υπήρξε επιτυχής στην αντίθεσή του απέναντι στην άρνηση του εκτεταμένου συνδικαλιστικού μηχανισμού να επιτεθεί στο κεφάλαιο. Στην πραγματικότητα, υπήρχε δυνατότητα επιλογής ανάμεσα στους δύο δρόμους, και τα συνδικάτα παραμερίστηκαν υπέρ της άμεσης αυτοοργάνωσης των εργατών και των ριζοσπαστικών τους στόχων.

            Κατά τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου, είναι απόλυτα ξεκάθαρο ότι ο συνδικαλισμός θεωρούνταν θεμελιακά διαφορετικός απ’ τον Λουδισμό και προωθούνταν σαν τέτοιος, με την ελπίδα ότι θα απορροφήσει την αυτονομία των Λουδιτών. Αντίθετα με την πραγματικότητα των Πράξεων περί Ενώσεων, τα συνδικάτα αναγνωρίζονταν ως νόμιμα, λόγου χάρη στα δικαστήρια κι όταν οι συνδικαλιστές διώκονταν, επιβάλλονταν σ’ αυτούς γενικά ελαφρές ποινές ή καμία, ενώ οι Λουδίτες συνήθως απαγχονίζονταν. Μερικά μέλη του Κοινοβουλίου κατηγορούσαν ευθέως τους ιδιοκτήτες για την κοινωνική αναταραχή, επειδή δεν έκαναν πλήρη χρήση της ασφαλιστικής δικλείδας του συνδικαλισμού. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο έλεγχος κι οι στόχοι των συνδικάτων ήταν τόσο διάφανοι ή σαφείς όσο είναι σήμερα.  Όμως, ο ουσιώδης ρόλος των συνδικάτων ενάντια στο κεφάλαιο, γινόταν ξεκάθαρος, στο φως της υφιστάμενης κρίσης και της πιεστικής αναγκαιότητας εξεύρεσης συμμάχων για τον κατευνασμό των εργατών. Μέλη του Κοινοβουλίου των κομητειών των Μήντλάντς, παρότρυναν τον Γκρέβενορ Χένσον, επικεφαλή του Συνδικάτου Κλωστοϋφαντουργών, να πολεμήσει τον Λουδισμό, λες και χρειαζόταν. Η μέθοδος που χρησιμοποίησε για να προωθήσει την καταστολή, ήταν φυσικά η ακούραστη συνηγορία του υπέρ της διεύρυνσης της δύναμης του συνδικάτου. Η Επιτροπή Κλωστοϋφαντουργών του συνδικάτου, σύμφωνα με την μελέτη του Τσερτς, για το Νότινχαμ, «έδωσε συγκεκριμένες οδηγίες στους εργάτες να μην καταστρέφουν τους αργαλειούς» και το συνδικάτο του Νότινχαμ, η σημαντικότερη προσπάθεια για τη συγκρότηση ενός ενιαίου βιομηχανικού συνδικάτου, τοποθετήθηκε, όμοια, ενάντια στον Λουδισμό και δεν χρησιμοποίησε ποτέ βία.

            Μια και τα συνδικάτα ήταν κάθε άλλο παρά σύμμαχοι των Λουδιτών, το μόνο που θα μπορούσαμε να πούμε είναι ότι ήταν το επόμενο στάδιο μετά το Λουδισμό, με την έννοια ότι ο συνδικαλισμός έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην ήττα του. Διαμέσου των διαιρέσεων, της σύγχυσης και των αποπροσανατολιστικών ενεργειών τις οποίες μηχανεύθηκαν τα συνδικάτα, ο συνδικαλισμός «αντικατέστησε» το Λουδισμό με τον ίδιο τρόπο που έσωσε τους βιομήχανους απ’ το χλευασμό των παιδιών στους δρόμους, απ’ την άμεση εξουσία των παραγωγών. Συνακόλουθα, η πλήρης αναγνώριση των συνδικάτων με την ψήφιση των νόμων του 1824 και του 1825, που ακύρωναν τις Πράξεις περί Ενώσεων, «είχε ένα περιορισμένο αποτέλεσμα πάνω στην λαϊκή δυσαρέσκεια», όπως λέει ο Ντάρβαλ. Παρεμπιπτόντως, οι προσπάθειες ακύρωσης, τις οποίες κατεύθυναν οι Πλέις και Χιουμ, έκαμψαν εύκολα ένα συντηρητικό Κοινοβούλιο, με πολλές συνηγορίες υπέρ της ακύρωσης τόσο εργοδοτών όσο και συνδικαλιστών, βρίσκοντας αντίθετους μόνο ελάχιστους αντιδραστικούς. Στην πραγματικότητα, ενώ τα συντηρητικά επιχειρήματα των Πλέις και Χιουμ συμπεριλάμβαναν μια πρόβλεψη λιγότερων απεργιών μετά την ακύρωση, πολλοί εργοδότες κατάλαβαν τον καθαρτήριο, ειρηνοποιό ρόλο των απεργιών και δεν δυσαρεστήθηκαν και πολύ απ’ το κύμα απεργιών που ακολούθησε την ακύρωση. Οι Πράξεις ακύρωσης, φυσικά, περιόρισαν επίσημα τον συνδικαλισμό στο παραδοσιακό, οριακό του μέλημα για το ωράριο και την αμοιβή της εργασίας, κληρονομιά του οποίου είναι μέχρι σήμερα η ύπαρξη των άρθρων περί «δικαιωμάτων της διεύθυνσης» στις συμφωνίες, κατά τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, σε παγκόσμια κλίμακα.

            Η εκστρατεία ενάντια στα συνδικάτα που εξαπέλυσαν μερικοί εργοδότες, δεν έκανε άλλο απ’ το να τονίσει με τον τρόπο της τον κεντρικό ρόλο των πρώτων` η εκστρατεία κατέστη εφικτή μόνον επειδή τα συνδικάτα είχαν καταφέρει να εξουδετερώσουν τη ριζοσπαστικότητα των μη συνδικαλισμένων εργατών κατά την προηγούμενη περίοδο. Έτσι ο Λέκι, ήταν απόλυτα ακριβής αργότερα, όταν έκρινε πως «δεν χωράει καμιά αμφιβολία ότι τα μεγαλύτερα, πλουσιότερα και καλύτερα οργανωμένα συνδικάτα έκαναν πολλά για να μειώσουν  τις εργασιακές συγκρούσεις», όπως ακριβώς συμπέραναν κι οι Γουέμπ στον 19ο αιώνα, ότι υπήρχαν πολύ περισσότερες εργατικές εξεγέρσεις πριν την επικράτηση του συνδικαλισμού.

            Ξαναγυρίζοντας όμως στους Λουδίτες, δεν ανακαλύπτουμε παρά ελάχιστες αφηγήσεις σε πρώτο πρόσωπο και μια ουσιαστικά μυστική παράδοση, κυρίως επειδή προβάλλονταν, διαμέσου των πράξεων τους, φαινομενικά ανεπηρέαστοι από ιδεολογίες. Τι συνέβαινε όμως στην πραγματικότητα; Ο Στερνς, εγγίζοντας ίσως την αλήθεια όσο κι οι σχολιαστές, έγραψε «οι Λουδίτες ανέπτυξαν ένα δόγμα που στηριζόταν στις υποτιθέμενες αρετές των χειρωνακτικών μεθόδων». Με συγκαταβατικό ύφος, τους αποκαλεί όλους, ούτε λίγο ούτε πολύ, «οπισθοδρομικούς φουκαράδες», οπωσδήποτε όμως, υπάρχει ένας κόκκος αλήθειας σ’ αυτό. Ωστόσο, η επίθεση των Λουδιτών δεν προήλθε απ’ την εισαγωγή νέων μηχανών όπως συνήθως πιστεύεται, γιατί δεν υπάρχει καμιά απόδειξη αυτής στο 1811 και το 1812, όταν εμφανίστηκε ο Λουδισμός καθαυτός. Η καταστροφή, μάλλον, είχε σα στόχο τις νέες, πρόχειρες μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν στις ήδη υπάρχουσες μηχανές. Μη όντας μια επίθεση ενάντια στην παραγωγή από οικονομική άποψη, υπήρξε, πάνω απ’ όλα, η βίαιη αντίδραση των υφαντουργών (με τους οποίους σύντομα ενώθηκαν κι άλλοι) στην απόπειρα υποβάθμισης τους με τη μορφή της κατώτερης εργασίας` τα ευτελή προϊόντα -βιαστικά συναρμολογημένα «ρετάλια»- ήταν η αιτία του ζητήματος. Οι επιθέσεις των Λουδιτών αντιστοιχούσαν γενικά σε περιόδους οικονομικής ύφεσης, κι αυτό συνέβαινε επειδή οι ιδιοκτήτες επωφελούνταν απ’ αυτές για να εισάγουν νέες μεθόδους παραγωγής. Είναι, όμως, εξίσου αληθινό ότι ο Λουδισμός δεν ήταν γέννημα κάθε περιόδου ένδειας, μιας και ο Λουδισμός δεν εμφανίστηκε σε περιοχές ιδιαίτερα φτωχές. Λόγου χάρη, το Λέστερσαϊρ πλήγηκε ελάχιστα απ’ τους δύσκολους καιρούς κι ήταν μια περιοχή που παρήγαγε την καλύτερη ποιότητα μάλλινων προϊόντων` το Λέστερσαϊρ ήταν ένα ισχυρό κέντρο του Λουδισμου.

            Όποιος διερωτάται τι το ριζοσπαστικό υπήρχε σ’ ένα κίνημα το οποίο δε φαινόταν να ζητάει παρά μόνο το σταμάτημα της αθέμιτης εργασίας, δε θα κατορθώσει ν’ αντιληφθεί τη βαθύτερη αλήθεια της βάσιμης υπόθεσης -που έκαναν και οι δυο πλευρές- για τη σχέση ανάμεσα στην καταστροφή των αργαλειών και την εξέγερση. Λες και μπορεί ο παραγωγός να αγωνισθεί για την ακεραιότητα της επαγγελματικής του ζωής, δίχως ν’ αμφισβητήσει ολόκληρο τον καπιταλισμό. Η απαίτηση να σταματήσει η αθέμιτη εργασία γίνεται αναγκαστικά ένας κατακλυσμός, ένας αγώνας για όλα ή τίποτα, και στο μέτρο που αυτό επιδιώκεται, οδηγεί κατευθείαν στην καρδιά των καπιταλιστικών σχέσεων και της δυναμικής τους. Ένα άλλο στοιχείο του Λουδίτικου φαινομένου που αντιμετωπίζεται γενικά με συγκατάβαση, δια της μεθόδου της παντελούς αγνόησης του, είναι η οργανωτική πλευρά. Οι Λουδίτες, όπως όλοι γνωρίζουν, χτυπούσαν άγρια και τυφλά, ενώ τα συνδικάτα πρόσφεραν στους εργάτες τη μοναδικής μορφή οργάνωσης. Στην πραγματικότητα, όμως, οι Λουδίτες αυτοοργανώνονταν σε τοπική, ακόμα και σε ομοσπονδιακή βάση, συμπεριλαμβάνοντας εργάτες όλων των επαγγελμάτων, με έναν εκπληκτικό, αυθόρμητο συντονισμό. Αποφεύγοντας μιαν αλλοτριωτική δομή, η οργάνωση τους δεν ήταν ούτε τυπική ούτε μόνιμη. Η εξεγερσιακή τους παράδοση δεν επικεντρωνόταν πουθενά κι υπήρχε κυρίως σαν σιωπηλός κώδικας` ήταν μια μη εξουσιαστική κοινότητα, μια οργάνωση που είχε εμπιστοσύνη στον εαυτό της. Όλα αυτά φυσικά, ήταν ουσιώδη για την δύναμη του Λουδισμού και για την απήχηση στη βάση του. Στην πράξη, «καμία ενέργεια των δικαστών ή των άλλων στρατιωτικών τους ενισχύσεων δεν εμπόδισε τους Λουδίτες. Κάθε επίθεση αποκάλυπτε προγραμματισμό και μέθοδο», δήλωνε ο Τόμσον, ο οποίος εκτιμούσε επίσης «το εξαίρετο σύστημα ασφαλείας κι επικοινωνίας», που διέθεταν. Ένας αξιωματικός του στρατού στο Γιορκσάιρ, αντιλήφθηκε ότι «διέθεταν ένα εξαιρετικό βαθμό συντονισμού και οργάνωσης». Ο Ουίλλιαμ Κόμπετ έγραψε, σχετικά με μια αναφορά προς την κυβέρνηση, το 1912: «κι αυτές είναι οι συνθήκες που θα προβληματίσουν ιδιαίτερα το υπουργείο. Δε θα μπορέσουν να βρουν κανένα αγκιτάτορα. Είναι ένα κίνημα του ίδιου του λαού».

            Προς διάσωση των αρχών, ωστόσο, παρά τα απογοητευτικά σχόλια του Κόμπετ, κατέφθασε η ηγεσία των Λουδιτών. Το κίνημα τους δεν ήταν ένα απόλυτα εξισωτικό κίνημα, μολονότι αυτό το στοιχείο ίσως να προσέγγιζε περισσότερο την πραγματικότητα, απ’ ό,τι οι εκτιμήσεις τους για το τι μπορούσαν να επιτύχουν και πώς δεν το κατόρθωσαν. Φυσικά, μέσα απ’ τους κόλπους αυτής της ηγεσίας αναδύθηκε, παρά πολύ γρήγορα, η «πολιτική επιτήδευση» όπως ακριβώς απ’ αυτήν προήλθαν, σε μερικές περιπτώσεις και τα στελέχη των συνδικάτων. Κατά την «προπολιτική» περίοδο των Λουδιτών -που εξέλιξη της είναι, επίσης, η δική μας «μεταπολιτική» περίοδος- ο λαός μισούσε απροκάλυπτα τους κυβερνήτες του. Πανηγύρισε το θάνατο του Πητ στα 1806 και, ακόμη περισσότερο, τη δολοφονία του Πέρσεβαλ, στα 1812. Αυτοί οι πανηγυρισμοί για το θάνατο πρωθυπουργών, αποκαλύπτουν την ανεπάρκεια των μεσολαβήσεων μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνώμενων, την έλλειψη ενότητας των δύο πλευρών.

            Η πολιτική χειραφέτηση των εργατών ήταν, οπωσδήποτε, λιγότερο σημαντική απ’ τη βιομηχανική τους χειραφέτηση ή ενσωμάτωση διαμέσου των συνδικάτων, γι’ αυτό το λόγο, προχώρησε πολύ αργά. Παρ’ όλα αυτά, είναι αλήθεια, ότι ένα ισχυρό όπλο ειρηνοποίησης υπήρξε η εντατική προσπάθεια να στραφεί το ενδιαφέρον του πληθυσμού σε νόμιμες ενέργειες, δηλαδή, η εκστρατεία για την διεύρυνση της εκλογικής βάσης του Κοινοβουλίου. Ο Κόμπετ, που πολλοί περιγράφουν ως τον πλέον ακαταγώνιστο φυλλαδιογράφο της Αγγλικής Ιστορίας, παρότρυνε πολλούς να γίνουν μέλη των Λεσχών Χάμντεν για την επίτευξη της εκλογικής μεταρρύθμισης και φημιζόταν επίσης, σύμφωνα με τον Ντέιβις, για την εκ μέρους του «απερίφραστη καταδίκη των Λουδιτών». Οι ολέθριες επιπτώσεις αυτής της πολωτικής μεταρρυθμιστικής εκστρατείας, μπορούν να εκτιμηθούν, εν μέρει, αν συγκρίνουμε παρόμοιες προγενέστερες δυναμικές διαδηλώσεις αντικυβερνητικής οργής, όπως οι Ταραχές Γκόρντον (1780) και η αποδοκιμασία του βασιλιά απ’ τον όχλο στο Λονδίνο, το 1795, με παρόμοιες σφαγές και αποτυχίες, όπως οι «εξεγέρσεις» του Πέντριτζ και του Πήτερλου, που συμπίπτουν σχεδόν με την ήττα του Λουδισμού, λίγο νωρίτερα απ’ το 1820.

            Όμως, ξαναγυρίζοντας τελικά σε πιο θεμελιακούς μηχανισμούς, βρισκόμαστε ξανά αντιμέτωποι με το πρόβλημα της εργασίας και του συνδικαλισμού. Ο τελευταίος, θα πρέπει να συμφωνήσουμε, εδραιώθηκε εξαιτίας του δραστικού χωρισμού του εργάτη απ’ τον έλεγχο των μέσων παραγωγής, κι ο ίδιος ο συνδικαλισμός, όπως έχουμε δει, συνέβαλε αποφασιστικά σ’ αυτό το χωρισμό. Μερικοί, συμπεριλαμβανομένων, φυσικά, των μαρξιστών, θεώρησαν αυτή την ήττα και τη μορφή της, τη νίκη του εργοστασιακού συστήματος, τόσο σαν αναπόφευκτη όσο και σαν επιθυμητή έκβαση, μολονότι ακόμα κι αυτοί θα πρέπει να παραδεχθούν ότι στην εκτέλεση της εργασίας ενυπάρχει ένα σημαντικό τμήμα του προσανατολισμού των βιομηχανικών λειτουργιών, ακόμη και σήμερα. Έναν αιώνα μετά τον Μαρξ, ο Γκαλμπραίηθ εντόπισε την εγγύηση της νίκης του συστήματος παραγωγικότητας πάνω στην δημιουργικότητα, στην βασική αποκήρυξη κάθε διεκδίκησης που αφορά την εργασία καθαυτή εκ μέρους των συνδικάτων. Η εργασία, όμως, όπως την αντιλαμβάνονται όλοι οι ιδεολόγοι, είναι μια δραστηριότητα που υπόκειται σε διαρκή νόθευση. Έτσι, οι σύγχρονοι μεσολαβητές αγνοούν τον ακατάπαυστο, παγκόσμιο αγώνα των Λουδιτών για τον έλεγχο των παραγωγικών διαδικασιών, έστω κι αν προωθείται σήμερα κάθε μορφή «συμμετοχής» των εργαζομένων. Στο πρώιμο συνδικαλιστικό κίνημα υπήρχε ένας μεγάλος βαθμός δημοκρατίας. Για παράδειγμα, ήταν πλατιά διαδεδομένη η πρακτική ανάδειξης αντιπροσώπων εκ περιτροπής ή με κλήρο. Ό,τι όμως δεν μπορεί να εκδημοκρατιστεί γνήσια, είναι η αληθινή ήττα που κρύβεται πίσω απ’ τη νίκη των συνδικάτων, η οποία τα καθιστά οργάνωση της συνενοχής, παρωδία της κοινότητας. Η μορφή, σε αυτό το επίπεδο, δεν μπορεί να εξωραΐσει τον συνδικαλισμό, τον πράκτορα της αποδοχής και της συντήρησης ενός παράδοξου κόσμου.

            Η μαρξιανή ποσοτική ανάλυση ανάγει την παραγωγή σε ύψιστο αγαθό, όπως ακριβώς οι αριστεριστές παραγνωρίζουν την κατάργηση της άμεσης εξουσίας των παραγωγών κι έτσι καταλήγουν κατά απίθανο τρόπο, να υιοθετούν τα συνδικάτα σαν το μόνο που μπορούν να έχουν ανειδίκευτοι εργάτες. Ο οπορτουνισμός κι ο ελιτισμός όλων των Διεθνών, στην πραγματικότητα, η ιστορία της Αριστεράς, έχει τελικά σαν προϊόν το φασισμό, απ’ τη στιγμή που οι συσσωρευμένοι περιορισμοί φέρνουν τ’ αποτελέσματα τους. Αφότου ο φασισμός μπόρεσε να προσελκύσει μ’ επιτυχία τους εργάτες, εμφανιζόμενος ως κατάργηση των απαγορεύσεων, ως «Σοσιαλισμός της Δράσης», κ.τ.λ – ως επαναστατικός – θα έπρεπε να είναι σαφές πόσα θάφτηκαν μαζί με τους Λουδίτες.

            Υπάρχουν ήδη κι αυτοί οι οποίοι κολλάνε εκ νέου την ετικέτα «μεταβατική περίοδος» στη σημερινή εντεινόμενη κρίση, ελπίζοντας ότι  θα τελειώσουν όλα ωραία και καλά με μια ακόμα ήττα των Λουδιτών.

            Βλέπουμε σήμερα, την ίδια ανάγκη ενίσχυσης της εργασιακής πειθαρχίας όπως και παλιότερα, και την ίδια ίσως αντίληψη της έννοιας της «προόδου» εκ μέρους του πληθυσμού. Κατά πάσα πιθανότητα μπορούμε τώρα ν’ αναγνωρίσουμε πιο ξεκάθαρα όλους τους εχθρούς μας, έτσι ώστε αυτή τη φορά η μετάβαση να βρίσκεται στα χέρια αυτών που δημιουργούν.

 

John και Paula Zerzan, Fifth Estate, Απριλίου 1976.

 

Το κείμενο αυτό υπάρχει σε έντυπη μορφή στα ελληνικά στο μικρό βιβλίο με τίτλο «Η εξέγερση ενάντια στην μηχανή στις ρίζες του εργοστασιακού συστήματος» που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος και το οποίο περιλαμβάνει άλλα δύο κείμενα.