Η βιομηχανοποίηση και η δυσαρέσκεια προς αυτή

Οι Λουδίτες και οι επίγονοί τους *  [John Zerzan]

luddite

Περίπου διακόσια χρόνια πριν, η Mary Wollstonecraft Shelley μας έδωσε μια κλασική προειδοποίηση για την ύβρη του πολέμου της τεχνολογίας ενάντια στη φύση. Το γοτθικό της μυθιστόρημα Φρανκενστάιν ή ο Σύγχρονος Προμηθέας, περιγράφει την εκδίκηση που παίρνει η φύση ενάντια στη αλαζονεία της μηχανοποίησης της ζωής από το θάνατο. Ο Βίκτωρ Φρανκενστάιν και το δημιούργημά του καταστρέφονται, ο ”Αδάμ” του είναι καταδικασμένος όπως και ο ίδιος.

Αν αυτό το τέρας δεν μπορεί να σωθεί από τον πατέρα-δημιουργό του, οπωσδήποτε τα σημερινά ανδροειδή ρομπότ, προϊόντα τεχνητής νοημοσύνης δεν μπορούν ούτε αυτά να σωθούν. Για εκείνους που βρίσκονται στις επάλξεις των τεχνολογικών ανακαλύψεων σήμερα, δεν θα υπάρχει επιστροφή σε μια προηγούμενη, χωρίς τέρατα κατάσταση.

Από τον υπερτεχνολογικό κόσμο μπορούμε να κοιτάξουμε πίσω στην εποχή της Mary Shelley και να δούμε το πρωτότυπο, την άφιξη της σύγχρονης τεχνοβιομηχανικής πραγματικότητας. Ανάμεσα στο 1800 και το 1820, η Αγγλία υπέστη τις αλλαγές, τις καταιγίδες και τις προκλήσεις της ανερχόμενης βιομηχανικής επανάστασης. Ζούμε τα αποτελέσματα των αποφασιστικών μαχών εκείνης της εποχής.

Ο φιλόσοφος Ugo Peron το έθεσε ως εξής: ”Μια μέρα ο μεγάλος Ο, με τον οποίο ξεκινά το Οττοσέντο (1800νχ), εξερράγη και η φιλοσοφία ως η μεγάλη ιστορία της ολότητας άρχισε να εγκαταλείπεται. Η εποχή των εξειδικεύσεων ξεκίνησε…” [1]

Φυσικά λίγες αλλαγές έγιναν μέσα σε μια νύχτα. Η βιομηχανική παραγωγή άρχισε να εντατικοποιείται από τις αρχές του 1870. [2] Και καθένας μπορεί να κοιτάξει πολύ πίσω, στις αποψιλώσεις δασών της νεολιθικής και της εποχής του χαλκού για να βρει γιατί πολλοί βάλτοι και χερσότοποι είναι τώρα άγονοι. [3] Αλλά ήταν στα τέλη του 19ου αιώνα, που η εξουσία πέρασε από τα χέρια των τιτλοφορημένων ιδιοκτητών γης σε εκείνους που κατείχαν τα εργοστάσια και τα χυτήρια. Πολύ περισσότερο ουσιαστικά, ο χρόνος και ο χώρος της κοινωνικής ύπαρξης άλλαξαν θεμελιωδώς. Ταυτόχρονα, με την ισότητα μεταξύ όλων των πολιτών πάνω στο νόμο άρχισε να αναδύεται, και η πραγματικότητα μιας πρωτοφανούς υποταγής ή εξημέρωσης.

Τίποτα στον κανόνα του (αρκετά πρόσφατου) Διαφωτισμού, με τις αξιώσεις και τις υποσχέσεις του, δεν είχε προετοιμάσει κανέναν για αυτό. Ο δρόμος για την ολοκληρωτική κυριαρχία πάνω στο φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον, άνοιγε πράγματι, καθώς το βιομηχανικό σύστημα έγινε σύμφωνα με τα λόγια του Toynbee, ”ο μοναδικός κυρίαρχος θεσμός της σύγχρονης Δυτικής ζωής”. [4] Η εικόνα που παρουσιαζόταν ωστόσο ήταν φορτωμένη με πολύ περισσότερο πόνο και απώλεια παρά με υποσχέσεις.

Μετά το 19ο αιώνα ξεκινά ο χειμώνας της Δύσης. [5] Η κατακλείδα του Spengler στο ”Η παρακμή της Δύσης” είναι πιο κατάλληλη απ’ ότι ο ίδιος νόμιζε. Δεν ήταν ένα ξεκίνημα αλλά η αρχή του τέλους.

Η απεικόνιση της Coketown από τον Ντίκενς στα Δύσκολα Χρόνια κατάφερε να σκιαγραφήσει τις επιπτώσεις του βιομηχανικού συστήματος: τη νέα μαζική κοινωνία που διέπεται από τους ρυθμούς του εργοστασίου και το σύστημά του, τη μολυσμένη και λεηλατημένη του περιοχή, τους ανώνυμους πολίτες του που έχουν χάσει την ανθρώπινη ιδιότητά τους. Ο Spengler έδειξε πώς ”η μηχανή δουλεύει και ωθεί τον άνθρωπο να συνεργαστεί”, εξουθενώνοντας τη φύση γύρω του όπως το ”Φαουστιανό” πάθος για τη μηχανή μεταβάλλει το πρόσωπο της γης. [6]

Υπήρξε μια μακρόχρονη πορεία που οδήγησε στις βασικές εξελίξεις, μια μακρά διαδικασία μηχανοποίησης και ιδιωτικοποίησης. Στην Αγγλία πάνω από έξι εκατομμύρια εκτάρια γης ανοικτών αγρών και κοινών βοσκοτόπων περιφράχτηκαν μεταξύ του 1760 και του 1844. [7] Οι πιέσεις μιας νέας βιομηχανικής κοινωνίας αυξάνονταν διαρκώς, σπρώχνοντας τους αδυσώπητα στερημένους στα δεσποτικά εργοστάσια και ορυχεία. Για παράδειγμα, οι νέοι μηχανοκίνητοι κατατμημένοι σχηματισμοί και οι πλήρως μηχανοποιημένες μηχανές κλωστοϋφαντουργίας παρείσδυσαν στη συγγενική αυτονομία που ήταν βασισμένη στην οικογενειακή υφαντουργία των αργαλειών. Από το 1820 ο ρυθμός των αλλαγών ήταν ιλιγγιώδης.

Ειδικά στο τέλος του 18ου αιώνα οι θεωρίες του Διαφωτισμού για τα δικαιώματα αναβαθμίστηκαν ως επιχειρήματα εναντίον σοβαρών προκλήσεων για δημοφιλή προνόμια. Παρόλο που η αυγή του 1789 έχει αποτελέσει μια στιγμή σημαντικών υποσχέσεων, ο πρώιμος ιδεαλισμός της γαλλικής επανάστασης προδόθηκε από τον φόβο των εξουσιαστών. Στα πρώτα χρόνια του 19ου αιώνα, παρόλα αυτά, ”η αλληλεγγύη της κοινότητας και η ακραία απομόνωση των αρχών” αποτελούσαν ακόμα πολιτική πραγματικότητα. [8]

Αλλά σύντομα, με ένα πρωτοφανή τρόπο, η νέα κατάσταση ύπαρξης έγινε, ανέγγιχτη από πολιτικές διαδικασίες και ρεφορμιστικές επιδιώξεις: ένας κόσμος αποφασιστικά ανεξάρτητος από το άτομο. Το κβαντικό άλμα προς το διαχωρισμό της εργασίας που στο βιομηχανικό σύστημα σημαίνει τη γενική υποκατάσταση των μερών – και των ανθρώπων.

Από την ταυτότητα και την ιδιαιτερότητα στο στάδιο, σύμφωνα με τον όρο του ψυχολόγου Joseph Gabel, για τον ”νοσηρό ορθολογισμό”. [9] Ο Michel Foucault επεσήμανε ότι έως το τέλος του 18ου αι. ”η ζωή δεν υπήρχε, μόνο έμβια όντα.” [10] Οι πάσσαλοι ήταν τόσο ψηλοί όσο μπορούσαν να είναι, ο επακόλουθος αγώνας, ήταν ένας παγκόσμια ιστορικός σε αυτό το πρώτο βιομηχανοποιημένο έθνος. Είναι ξεκάθαρο ότι ο πρώιμος Γάλλος κοινωνιολόγος Emile Durkheim είχε κάνει εντελώς λάθος όταν είχε διακηρύξει ότι ”στις βιομηχανικές κοινωνίες η κοινωνική αρμονία έρχεται ουσιαστικά από το διαχωρισμό της εργασίας”. [11]

Η προέλαση των εργοστασίων ήταν μια διαρκής επίθεση στις ακανόνιστες διαδικασίες εργασίας προς χάριν ενός χρονο-πειθαρχούμενου περιβάλλοντος εργασίας. [12] Η κεντρική παραγωγή είχε σκοπό να ασκήσει έλεγχο πάνω στους απείθαρχους και αποκεντρωμένους εργάτες. Από τη φύση της απαιτούσε πειθαρχία και αυστηρό έλεγχο.

Μέχρι τώρα, οι συνηθισμένες και πολυάριθμες διακοπές από την εργασία συμπληρώνονταν από τον εορτασμό της Αγίας Δευτέρας, μιας μέρας επαναφοράς και παιχνιδιού που ακολουθεί μετά το τυπικό γλέντι του Σαββατοκύριακου. Κατοχυρωμένη στη συνήθεια και τη μακρά τοπική παράδοση, η δημοφιλής κουλτούρα, ειδικά ανάμεσα στους καλλιτέχνες, ήταν ανεξάρτητη και περιφρονητική ως προς την εξουσία. Ως εκ τούτου η σκλαβιά του εργοστασίου δεν ήταν ακριβώς δελεαστική. Ο ιστορικός F.M.L.Thomson σημείωσε ότι του ήταν πάρα πολύ δύσκολο να βρει ”ικανοποιημένους εργάτες” και ότι ”ακόμα και οι υψηλοί μισθοί δεν ήταν αρκετοί για εκείνους.” [13] Για παράδειγμα, έχει καταγραφεί ευρέως η απροθυμία των υφαντουργών (πολλοί από τους οποίους ήταν γυναίκες) να αφήσουν τα σπίτια τους. [14]

Αλλά τουλάχιστον ήδη από την αρχή της εξεταζόμενης περιόδου, ήταν εμφανής η αρχή της καταστροφής του χειροτέχνη τεχνίτη και του μικροκτηματία γεωργού. ”Οι μικρές αγροτικές μονάδες παραγωγής ρούχων -η κάθε μία τόσο εύκολα αναγνωρίσιμη από το τάνυσμα του άσπρου ρούχου-θα έχουν εξαφανιστεί σε μερικά χρόνια” υποστήριξε ο κοινωνικός ιστορικός Robert Reid. [15] Το Manchester ήταν η πρώτη βιομηχανική πόλη του κόσμου, ήταν ένα ειδικό έδαφος ανάμεσα σε πολλές Αγγλικές επαρχίες, επειδή τα πάντα διακυβεύονταν και η γη μεταβαλλόταν τόσο εύκολα. Στα τέλη της δεκαετίας του 1820 ο Σκοτσέζος φιλόσοφος Thomas Carlyle έγραψε αυτή τη σύνοψη: ”Αν χρειαζόταν να χαρακτηρίσουμε την εποχή μας με ένα μόνο επίθετο, θα μπαίναμε στον πειρασμό να την ονομάσουμε όχι μια Ηρωική, Λατρευτική, Φιλοσοφική ή Ηθική αλλά πάνω απ’ όλα μια Μηχανική εποχή. [16]

Το ευρέως διαδεδομένο ”μίσος για την εξουσία και τον έλεγχο” [17] και το ”γενικό αίσθημα ισοπέδωσης” [18] σήμαινε ότι η αντίσταση ήταν σθεναρή και σίγουρα προγενέστερη των αρχών του 19ου αιώνα. Οι ανθρακωρύχοι του Northumberland κατέστρεψαν τα τρυπάνια με συνέπεια κατά τη διάρκεια συγκρούσεων με τους ιδιοκτήτες με αποτέλεσμα να θεσπιστούν νόμοι ενάντια σε τέτοιες καταστροφές ανάμεσα στο 1747 και το 1816. Κάπως άκαρπων νόμων τελικά. [19] Τα πιο σύντομα δείγματα αποκαλύπτουν το εύρος της αμφισβήτησης στα τέλη του 18ου αιώνα: τις συγκρούσεις ενάντια στα διόδια της γέφυρας του Bristol το 1793, τις σφοδρές συγκρούσεις για την τροφή το 1795, (όταν ομάδες γυναικών χτυπούσαν αποστολές καλαμποκιού και επιτίθονταν σε κυβερνητικές περιπολίες που αναζητούσαν να απαγάγουν άντρες για να τους κατατάξουν στο στρατό), και ναυτικές ανταρσίες στο Portsmouth και στο Nore το 1797, για να αναφέρουμε μόνο κάποια εξέχοντα παραδείγματα. [20]

Το σπάσιμο των μηχανών και ο εμπρησμός της βιομηχανίας έγινε πολύ γρήγορα μια στοχευμένη τακτική ενάντια στη λεηλασία του βιομηχανικού συστήματος και σε κάποιο δύσκολα εντοπίσημο βαθμό, ενάντια στο ίδιο το βιομηχανικό σύστημα. Τέτοιες μορφές αγώνα παρατηρούνται ανάμεσα στη Δυτική Αγγλία. ”Κουρείς και υφαντουργοί, στη Λουδίτικη αντίσταση” στην εισαγωγή των μηχανοποιημένων επινοήσεων ανάμεσα στο 1755 και το 1803. [21] Ήταν επίσης τα χρόνια (1801-1802) του κινήματος των υπόγειων εργατών γνωστών ως Black Lamp, στο δυτικό Yorkshire. Καθόλου συμπτωματικά, η δεκαετία του 1790 ήταν η χρυσή εποχή των χειρονακτών υφαντουργών, των οποίων η αυτονομία ήταν η ραχοκοκαλιά της ριζοσπαστικής εναντίωσης στο εργοστασιακό σύστημα.

Η ιδέα του Μαρξ για την επανάσταση ήταν σημαντικά οριοθετημένη, περιορισμένη στο ερώτημα του ποια τάξη θα εξουσιάσει τον κόσμο της μαζικής παραγωγής. Αλλά ακόμα και με αυτούς του όρους απέτυχε παντελώς να προβλέψει ποιες ομάδες ήταν πιο πιθανό να συντάξουν μια επαναστατική δύναμη. Αντί να γίνουν πιο μαχητικοί οι εργοστασιακοί εργάτες εξημερώθηκαν σε ένα πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ’ ότι αυτοί που άντεξαν ενάντια στη ”προλεταριοποίηση”. Η αδράνεια των εργοστασιακών εργατών είναι ευρέως γνωστή. Δεν ήταν πριν το 1820 που έκαναν την πρώτη τους προσπάθεια να αγωνιστούν ενάντια στη πρόοδο της βιομηχανικής επανάστασης.[22]

Η ”τάξη” ως ένας κοινωνικός όρος έγινε κομμάτι της γλώσσας το 1820 σαν ένα υποπροϊόν της αύξησης της σύγχρονης βιομηχανίας, σύμφωνα με τον Asa Briggs. [23] ”Ήταν ανάμεσα στο 1815 και το 1820 που γεννήθηκε η εργατική τάξη” όπως υποστηρίζει ένας άλλος ιστορικός ο Harold Perkin, αλλά η διακριτή συνείδηση δεν σήμαινε, όπως σημείωσε, έναν μαχητικό πολύ λιγότερο ριζικό προσανατολισμό ανάμεσα στις δύο ζωτικής σημασίας δεκαετίες που εξετάζονται. [24] Η εργατίστικη ιδιότητα μόλις και μετά βίας συμμετείχε στις Λουδίτικες εξεγέρσεις ανάμεσα στο 1800 και στο 1820. [25]

Η πιο παρατεταμένη Λουδίτικη καταστροφή της νεοφερμένης υφαντουργικής μηχανής προέκυψε ανάμεσα στο 1811 και το 1816 και πήρε το όνομά της από τον Ned Ludd, έναν νεαρό υφαντουργό στο Leicestershire που απεχθανόταν την περιορισμένη και δουλική εργασία. Πέρα από τη συνταύτιση με το γνωστό επεισόδιο βανδαλισμού των μηχανών από τον Ned, ο Λουδισμός μπορεί να κατανοηθεί πιο εύστοχα ως μια ευρέως διαδεδομένη διήγηση ή όραμα. [26] Στην καρδιά αυτής της κοινής προοπτικής ήταν μια γειωμένη κατανόηση της διαβρωτικής φύσης της τεχνολογικής προόδου. Το ζήτημα υπογραμμίζεται στο υπέροχο έργο του Robert Reid ”Η γη του χαμένου περιεχομένου”, όπου περιγράφει μια λουδίτικη επίθεση στο εργαστήριο καλτσοπλεκτικής του Edward Hollingsworth τη νύχτα της 11ης Μαρτίου του 1811. Αφού παραβιάστηκε επιτυχώς το οχυρωμένο εργαστήριο του Hollingsworth, ακολούθησε καταστροφή των μηχανών σύμφωνα με το πρότυπο του Ned. Οι οπλισμένοι εργάτες προχώρησαν ”επιλεκτικά. Μόνο οι μεγάλες μηχανές που έπλεκαν πιο μαζικά και φθηνότερα ρούχα δέχτηκαν τις καταστροφικές σφυριές.” [27] Μια τέτοια στοχοποίηση, μια μαχητική εχθρότητα απέναντι στην τυποποίηση και την τυποποιημένη, μαζικά παραγόμενη ζωή που ήταν κύρια χαρακτηριστικά της βιομηχανικής περιόδου. [28]

Ο λόρδος Byron, ο πιο γνωστός ποιητής της εποχής, συγκινήθηκε και έγραψε ”Ενάντια σε όλους τους βασιλείς εκτός από τον βασιλιά Ludd”. [29] Σημαίνουσας σημασίας ήταν η πολύ διαδεδομένη υποστήριξη των Λουδίτικων δράσεων. Σε όλη τη περιοχή, σύμφωνα με τον ιστορικό E.P.Thomson, ”δινόταν ενεργή ηθική επιδοκιμασία από την κοινότητα σε όλες τις Λουδίτικες ενέργειες σαν να ήταν η ίδια η κοινότητα που τις έπραττε.” [30] Οι γυναίκες δεν έπαιξαν ενεργό ρόλο στην καταστροφή των μηχανών, αλλά ήταν σημαντικό μέρος του κινήματος. Τον Απρίλιο του 1812 στην επίθεση στο εργοστάσιο παραγωγής ενέργειας για τους αργαλειούς του Burton, οι γυναίκες ήταν εμφανώς παρούσες, πέντε κατηγορήθηκαν για ταραχές και σπασίματα παραθύρων. [31]

Παρόμοια παραδείγματα μαχητικότητας ήταν οι εξεγέρσεις του ψωμιού στην Ανατολική Αγγλία το 1815, και η νικηφόρα πεντάμηνη απεργία των ναυτικών την ίδια χρονία, που παρέλυσε τα λιμάνια των πλοίων άνθρακα και όλο το εμπόριο άνθρακα της ανατολικής ακτής. Η καταστροφή των μηχανών μετατράπηκε σε αδίκημα το 1812 και η καταστολή έφτασε στο ζενίθ της το 1817 με την αναστολή του δικαιώματος ενάντια στην αυθαίρετη φυλάκιση (habeas corpus).

Αλλά μετά το τέλος των Ναπολεόντειων πολέμων το 1815, ξεκίνησε μια μακρά περίοδος που χαρακτηρίζεται από αποφασιστικές πολιτικές μεταρρυθμίσεις (πχ κοινοβουλευτική εκπροσώπηση) και συνδικαλισμό. Οι ενώσεις, τότε όπως και τώρα, υπάρχουν για να μεσολαβούν στις σχέσεις ανάμεσα στους ιδιοκτήτες και τους εργάτες. Ένας λιγότερο ή περισσότερο διεσπαρμένος, ανεξάρτητος και συχνά απείθαρχος πληθυσμός γίνεται ενωμένος, εκπροσωπήσιμος και πειθαρχημένος μέσα από τη συνδικαλιστική δράση. [32] Αυτό είναι πολύ λιγότερο ένα εμπόδιο παρά μια διευκόλυνση στις τεράστιες πιέσεις που ωθούσαν στη βιομηχανική-έμμισθη σκλαβιά.

Ήδη από το 1812 ο λόρδος Holland προσπαθούσε να οδηγήσει την ενέργεια των Λουδιτών σε μια μεταρρυθμιστική κατεύθυνση, υπήρχε ενδιαφέρον στο να την μεταστρέψουν από τον πραγματικό της στόχο. Ο Λουδισμός είχε να κάνει με κάτι ασύγκριτα πιο βασικό απ’ ότι η πολιτική και τα συνδικάτα, αλλά απέτυχε στη μετωπική επίθεση. Ένας από τους μεγαλύτερους τελευταίους στόχους ήταν το εργοστάσιο δαντέλας του John Heartcore στο Longborough τον Ιούνιο του 1816, και οι εξεγέρσεις στο Folly Hill και στο Pentrich ένα χρόνο μετά, ”μπορεί να θεωρηθεί σαν την τελευταία αναλαμπή του Λουδισμού στην πιο απελπισμένη και πολιτική του φάση”. [33] Αυτός ο τελευταίος χαρακτηρισμός (πολιτική) αναφέρεται σε ένα στοιχείο κλειδί για την ήττα της καταστροφής των μηχανών: την στροφή στο ρεφορμισμό.

Από αυτό το σημείο, οι αντιρρήσεις ήταν πιο συχνά ως αποδεικτικά στοιχεία σε εγκεκρυμμένα πλαίσια, αλλά οι πράξεις εναντίωσης ήταν ακόμα ορατές. Στο Bristol για παράδειγμα, ”συστήνονταν συμμορίες άτακτων συντρόφων που πετούσαν βρομερά ψάρια, νεκρές γάτες, σκυλιά και ποντίκια και άλλα προσβλητικά βλήματα” κατά τη διάρκεια μιας εκλογικής εκστρατείας. [34] Οι οδομαχίες του ”Swing” στη νοτιοανατολική Αγγλία το 1830-1 παραπέμπουν στον αντιβιομηχανικό αγώνα. Οι έμμισθοι αγρότες που αγανάκτησαν με τις αλωνιστικές μηχανές οι οποίες μετέτρεψαν τα αγροκτήματα σε εργοστάσια κατέφυγαν στο να τα καταστρέψουν και να κάψουν την περιουσία των ιδιοκτητών. [35] Η άμεση δράση τους και η κοινοτική τους οργάνωση τους χαρακτήριζε ως Λουδίτες των αγρών. Ακόμα ένα, και μάλλον από τα τελευταία ξεσπάσματα, ήταν οι ταραχές του Plug το καλοκαίρι του 1842, όταν χίλιοι ένοπλοι εργάτες κράτησαν το Manchester για κάμποσες μέρες σε μια γενική απεργία. Αλλά η δεύτερη και η τρίτη γενιά κατέληξε να αποδεχτεί τους περιορισμούς και την υποβάθμιση των προσόντων που επέφερε η βιομηχανική εργασία. Μόνο η πείνα μπορούσε να συγκινήσει μερικούς περιθωριακούς, κυρίως χειροτέχνες υφαντουργούς, που είχαν υπερκερασθεί από τα εργοστάσια σε μεγάλο βαθμό. Αυτό που συνέβη ή που απέτυχε να συμβεί, στα κρίσιμα χρόνια από το 1800 έως το 1820 κατάσφαξε τη μοίρα των ανθρώπων. Ο τελικός νικητής ήταν ένα νέο, πολύ βαθύτερο επίπεδο εξημέρωσης.

Η Λουδίτικη πρόκληση απέναντι στη νέα τάξη ξεχώρισε και συνεχίζει να εμπνέει. Μια ακόμα λιγότερο γνωστή πτυχή ή ρεύμα ήταν αυτό της θρησκευτικής ουτοπίας, γνωστό ως χιλιασμός. Αυτό το κίνημα (ή τα κινήματα) ήρθε σε ρήξη σχεδόν με όλες τις παραδοσιακές θρησκευτικές πεποιθήσεις. Οι χιλιαστές ήταν αντικληρικοί και πολλές φορές ακόμα και αντιχριστιανοί, παίρνοντας αποστάσεις από αυτό το μέσο κοινωνικού ελέγχου, την εκκλησία της Αγγλίας. [36] Υπόσχονταν μια τεράστια μεταμόρφωση, οι προφητείες τους απείλησαν ότι ”θα γυρίσει ο κόσμος ανάποδα” όμοια με τους στόχους των κοσμικών επαναστατών. [37] Ο χιλιασμός ήταν ”προσανατολισμένος στην καταστροφή της υπάρχουσας κοινωνίας”, και οι βασιλικές αρχές πίστευαν στην πιθανότητα ότι αυτό θα μπορούσε να είναι αρκετό για να πυροδοτήσει ένα εκρηκτικό μείγμα κοινωνικής δυσαρέσκειας και μαχητικού κλίματος που θα επικρατούσε. [38]

Η ηγεσία των Μεθοδιστών, του κύριου αντίπαλου της εκκλησίας της Αγγλίας, παρατηρούσε με φρίκη τη δυναμική των Λουδιτών και το ίδιο και τα πολλά πρόσωπα του χιλιαστικού εξτρεμισμού, αρκετοί από τους οποίους είχαν αποσπαστεί από το Μεθοδισμό. Ο Πρωτόγονος Μεθοδοστικός Σύνδεσμος μεγάλωνε σταθερά παράλληλα με τους ”μαγικούς Μεθοδιστές” του δάσους του Delamere και τους ”φωνασκούντες του Kirgate” στο Leeds, ανάμεσα στα πολλά παρακλάδια των δυσαρεστημένων. [39] Κάποιοι από αυτούς (και από άλλες παρόμοιες ομάδες) αναφέρονται ρητά ως Ranters, αναγνωρίζοντας μια σύνδεση με τους Ranters (και Diggers) της χιλιαστικής εξέγερσης του 17ου αιώνα. Ήδη από τη δεκαετία του 1790 κυκλοφορούσαν φτηνές ανατυπώσεις ξεχασμένων έργων των Ranters και των Αντινομούντων. [40]

Οι Σκοτσέζοι Buchanites, οπαδοί του Elspeth Simpson Buchan, επιθυμούσαν να έχουν όλα τα πράγματα κοινά και απέρριπταν τους θεσμούς του επίσημου γάμου. Οι Wroeites που οι περισσότεροι έπλεκαν και ύφαιναν μαλλιά, πάλευαν ενάντια στην εξαφάνιση των τεχνών τους. Οι πιο πολυάριθμοι Muggletonians, υπό την ηγεσία του ράφτη Ludovic Muggle, προσέφεραν καταφύγιο στους καταπιεσμένους και τους αποκλεισμένους. Μια σειρά από χιλιαστικές θρησκείες μπορεί να βρεθεί ανάμεσα στις μυριώδεις ομάδες και σέχτες. Η Joanna Southcott, με τους χιλιάδες της Southcottians, ήταν μια φεμινίστρια αλλά όχι φανατική. Κάποιοι από τους υποστηρικτές της όπως ο Peter Morison και ο John Ward, ήταν από τους πιο θερμούς, το 1806 ο Morison κήρυξε την κατάσχεση όλης της περιουσίας που ανήκε σε πλούσιους. [41] Τα αδέρφια Richard στην Νέα Ιερουσαλήμ διακήρυξαν ότι ”τώρα είναι η ώρα της πτώσης της πόρνης Βαβυλώνας” και στο μέλλον δεν πρόκειται ξανά να υπάρξει ”ούτε πόλεμος, ούτε ένδεια”. [42] Ο Robert Wedderbum, ένας νέγρος ναύτης, προσέλκυσε ”τους πιο ακραίους και εξαθλιωμένους μαχητές” στην εκκλησία του στο Λονδίνο. [43]

Η χιλιαστική παρόρμηση, δεν ήταν καθόλου ένα απομονωμένο εκκεντρικό ή μη αντιπροσωπευτικό πάθος. Τη δεκαετία του 1790 αναδύθηκε ”σε ένα επίπεδο άγνωστο μέχρι το 17ο αιώνα”, όπως έκρινε ο ιστορικός E.P.Thomson. [44] ”Από τη δεκαετία του 1790 έως τουλάχιστον τη δεκαετία του 1830, ο μαχητικός χιλιασμός μπορούσε να αποτελέσει μια πραγματική απειλή” για το κυρίαρχο σύστημα, ακριβώς επειδή δεν δέχτηκε το κυρίαρχο πρότυπο ή δεν συμμετείχε σε αυτό. [45] Ήταν μια ενεργή κριτική των βαθειών αξιώσεων της κυρίαρχης τάξης.

Οι οικιακοί βοηθοί και οι μικρομαγαζάτορες ήταν μεταξύ των πιστών, όπως επίσης οι τεχνίτες αλλά και ζημιωμένοι βιοτέχνες που αποτελούσαν την αιχμή του δόρατος των Λουδίτικων υποστηρικτών. Το 1813, ο πρόεδρος της New Connexion George Beaumon, κατηγορήθηκε ότι ενέπνευσε τις επιθέσεις των Λουδιτών στην περιοχή του Huddersfield.

O Thomas Spence ήταν μια σημαίνουσα, αποκαλυπτική φιγούρα που άντλησε την έμπνευσή του από τους οραματιστές του 17ου αιώνα. Ανατύπωσε ένα κομμάτι των Diggers εκείνης της εποχής γραμμένο από τον Gerald Winstanley, και επίσης επιτέθηκε στην ατομική ιδιοκτησία που αντιτίθεντο στη θεϊκής προέλευσης κοινή αποθήκη. Ο Spence ήταν πεπεισμένος ότι ”ο θεός ήταν ένας πολύ διαβόητος Leveller” και ότι ήταν δυνατό και αναγκαίο για τον ταπεινό άνθρωπο να γυρίσει τον κόσμο ανάποδα. [46]

Αλίμονο, ο κόσμος δεν γύρισε ανάποδα. Η εκπολιτιστική μηχανή πέρασε μέσα από τις καταιγίδες. Η θρησκεία, στο συνηθισμένο της ρόλο, δίδαξε σεβασμό στην εξουσία και είχε ένα νέο όπλο στο οπλοστάσιό της: της εκστρατεία της ευαγγελικής αναγέννησης για βιομηχανική πειθαρχία.

Ο William Blake, της φήμης των ”σκοτεινών σατανικών εργοστασίων” ήταν μια αινιγματική ιδιοσυγκρασιακή φιγούρα που σίγουρα έπαιξε ρόλο εκείνη τη περίοδο. Χωρίς να είναι εντελώς χιλιαστής ή ρομαντικός ο Blake πήρε ως κεντρικό του θέμα ”την ανάγκη να απελευθερωθεί το ανθρώπινο πνεύμα από τον καταναγκασμό”. [47] Ξεκινώντας από έναν προσανατολισμό προς την ταξική πάλη, ο Blake εναντιώθηκε σφοδρά στη βασιλεία και την ίδια τη διακυβέρνηση. [48]

Στο έργο του Blake ”Τραγούδια της Πείρας” (1790) σημειώνεται ένας ριζοσπαστικός και χιλιαστικός προσανατολισμός και γίνεται μια ριζική κριτική των ορίων της Νέας Εκκλησίας του Swedenborgianism. Αλλά ο Blake μπορεί να χαρακτηριστεί περισσότερο ένας Ιακωβίνος ρεφορμιστής παρά ένας επαναστάτης χιλιαστής. Μπορεί να μην υπάρχει καθολική συνέπεια, όμως διαμέσου κάποιων παρατηρήσεων, στο δικό του αμίμητο στιλ, βρίσκει το στόχο. Θεωρεί το εργοστάσιο και το πτωχοκομείο ολέθριο λάθος και, όπως οι Λουδίτες, βλέπει την καταστροφή της παραδοσιακής χειροτεχνίας ως το τέλος της ακεραιότητας των εργαζόμενων ανθρώπων. Ο μηχανοποιημένος χρόνος ήταν ένας ιδιαίτερα σημαντικός στόχος: ”οι ώρες της τρέλας μετριόνταν με το ρολόι, αλλά τη σοφία κανένα ρολόι δεν μπορεί να τη μετρήσει” για παράδειγμα. [49]

Οι αντιλήψεις του Blake για τις γυναίκες και τη φύση μπορούν να θεωρηθούν αρκετά προβληματικές. Είναι δύσκολο να μην προσέξουμε τον αντιφεμινισμό του και υπάρχει μια περιφρόνηση απέναντι στη φύση, το θηλυκό και ως εκ τούτου, δευτερεύουσας σημασίας σε σχέση με το αρσενικό. Η κοινωνική αρμονία είναι ο σημαντικός στόχος, αλλά η αρμονία ή η ισορροπία με τη φύση, όπως προτάθηκε από τους ρομαντικούς ή τον William Moris, για παράδειγμα, ήταν εκτός του ενδιαφέροντος του Blake. [50] Επιθυμούσε το ”Άμεσο από την Αντίληψη ή την επιτόπια Αίσθηση”, [51] αλλά όχι για να συνδέσει αυτή την επιθυμία με το μη συμβολικό-φυσικό κόσμο.

Ο E.P. Thomsom το πήγε πράγματι πολύ μακριά λέγοντας ότι, ”ποτέ, σε καμία σελίδα του Blake, δεν υπάρχει η παραμικρή συνεργεία με το βασίλειο του Θηρίου”. [52] Πιο ακριβής ήταν η εκτίμησή του ότι μόνο λίγοι ”διατύπωσαν τέτοια έξυπνα και ακριβή χτυπήματα ενάντια στις ιδεολογικές άμυνες της κοινωνίας τους”. [53]

Οι πρώτες δύο δεκαετίες του 19ου αιώνα ήταν η καρδιά της περιόδου του ρομαντισμού, και η διάρκεια αυτού του λογοτεχνικού κινήματος αντανακλά το τι συνέβη πολιτικά και κοινωνικά αυτά τα χρόνια. Στην αρχή, ο Coleridge, o Wordsworth, o Shelley και άλλοι έδωσαν φωνή ”σε μια έκρηξη χιλιαστικού και αποκαλυπτικού ενθουσιασμού για τη νέα αυγή”. [54] Γράφοντας το 1804 ο Wordsworth αναπολούσε τη χαρά δέκα χρόνια πριν, όταν ξεκινούσε η γαλλική επανάσταση και το εργοστασιακό σύστημα δεν είχε ακόμα μετασταθεί: ”Ήταν ευλογία να είναι κανείς ζωντανός εκείνη την αυγή, αλλά το να είναι και νέος ήταν παραδείσιο”. [55] Στην πρώτη άνθισή του κυρίως, ο Ρομαντισμός προσπάθησε να συμφιλιώσει τον άνθρωπο με τη φύση, τη συνείδηση με το ασυνείδητο. Όπως το έθεσε ο Καναδός κριτικός και θεωρητικός της λογοτεχνίας Northup Frye, ”η αντίθεση ανάμεσα στο μηχανικό και το οργανικό είναι βαθιά ριζωμένη στη ρομαντική σκέψη”. [56] Ο René Wellek, ένας κριτικός της συγκριτικής λογοτεχνίας, σημείωσε ότι αυτή η σκέψη θα μπορούσε να ειδωθεί ως ”μια έξαρση του συνειδητού και του πρωτόγονου”. [57]

Γεγονότα που σύντομα θα ορίζονταν από το Μαρξ και άλλους απολογητές του βιομηχανικού συστήματος ως Πρόοδος, κατέστρεψαν όπως έχουμε δει την αισιοδοξία και κάθε αίσθηση δυνατότητας. Οι ηλιόλουστες προβλέψεις του Διαφωτισμού για την τελειότητα της κοινωνίας είχαν ήδη μετατραπεί σε στάχτες καθώς οι άνθρωποι διαχωρίζονταν όλο και περισσότερο από τη φύση και ξεκίνησε το καθεστώς της σύγχρονης, βιομηχανικής σκλαβιάς. Μια τεράστια αίσθηση απογοήτευσης καταπλάκωσε τις προηγούμενες προσδοκίες, οι οποίες καταστράφηκαν γρήγορα από κάθε καινούργια πρόοδο του βιομηχανικού καπιταλισμού. Από αυτό το σημείο και μετά, η απογοήτευση, η ανία και η πλήξη έγιναν κεντρικά χαρακτηριστικά της ζωής στη Δύση.

Ο William Wordsworth αναγνώρισε την ύπαρξη και τη σημασία του πνεύματος της άγριας φύσης, στο οποίο ο Blake αντιστάθηκε. Ο Wordsworth συγκινήθηκε ιδιαίτερα από την πτώση της οικιακής ή προβιομηχανικής παραγωγής και την αρνητική της επίπτωση στους φτωχούς και τις οικογένειες τους. [58] Οι στερήσεις, μια αίσθηση αυτού που έχει πια χαθεί, είναι το βασικό θέμα στο Wordsworth. Η γνωστή του παρακμή ως ποιητής μετά το 1807 μοιάζει να συνδέεται με την απαισιοδοξία, ακόμη και απόγνωση, που άρχισε να παίρνει το πάνω χέρι. Είδε πως ο παγιωμένος λόγος του διαφωτισμού είχε αποτύχει, και εγκατέλειψε τη φύση ως πηγή αξίας ή ελπίδας.

Η αγωνία του Samuel Taylor Coleridge για τη διάβρωση της κοινότητας τον οδήγησε στην παραίτηση και τα ναρκωτικά. Το έργο του ”πάχνη του αρχαίου ναυτικού” μαρτυρεί τη διάβρωση των αξιών και την απουσία της κοινότητας. Τα ποίηματά του ”Μιχαήλ” συμπληρώνουν μια σειρά σχετική με την εγκατάλειψη και την απώλεια άνευ νοήματος. Ένας μεγάλος ποιητής που επέστρεψε πίσω στην Αγγλικανική ορθοδοξία – όπως και ο Wordsworth- και στο συντηρητικό εθνικισμό.

Κάποιος που κράτησε ζωντανή τη φλόγα του απελευθερωτικού ρομαντισμού για περισσότερο καιρό ήταν ο Percy Bysshe Shelley. Όντας επηρεασμένος από τον αναρχικό William Godwin, το έργο του Shelley ” Queen Mab” περιέχει αυτές τις γραμμές:

Η εξουσία, όπως ένας απελπισμένος λοιμός,

Μολύνει ό,τι αγγίζει, και η υπακοή,

Ο όλεθρος όλων των ιδιοφυών,της αρετής, της ελευθερίας και της αλήθειας,

Κάνει τους ανθρώπους σκλάβους, και, τον ανθρώπινο σκελετό,

Ένα μηχανοκίνητο αυτόματο.(III,176) [59]

Το έργο του Shelley ”Μάσκα της Αναρχίας” (1819) είναι ένα οργισμένο κάλεσμα στα όπλα μετά την επίθεση της κυβέρνησης κατά των διαδηλωτών,που είναι γνωστή ως σφαγή του Peterloo (πχ ”Εξεγερθείτε σαν τα λιοντάρια μετά το Λήθαργο/ σε ακατανίκητο αριθμό”). [60] Αλλά και αυτός έσβησε, έχασε το δρόμο του. Το έργο του Hyperion απέτυχε και το σημαντικό του έργο ”Προμηθέας χωρίς αλυσίδες”, παρουσιάζει μια μπερδεμένη εικόνα. Μέχρι το 1820 το πάθος του είχε κατασταλεί.

Από αριστοκρατική καταγωγή, ο George Gordon, o λόρδος Byron διακρινόταν από μια διά βίου μαχητικότητα. Τάχθηκε ενάντια στη μετατροπή του σπασίματος των μηχανών σε κακούργημα, και υπερασπίστηκε τους εξαθλιωμένους. Η θρασύς αμφιφυλοφιλική συμπεριφορά του σόκαρε την κοινωνία που εκείνος απεχθανόταν, με τον Childe Harrold και τον Δον Ζουαν, παραβάτες που γλίτωσαν από την τιμωρία που τους άξιζε και απέκτησαν αίγλη. Ο Byron έβλεπε τη φύση σαν αυταξία, η ποίησή του συνυφασμένη με τη φύση είναι αντίστοιχα ενστικτώδης και άμεση (όπως και εκείνη του σύγχρονού του John Keats).

Ήταν ο πιο διάσημος ζωντανός Άγγλος, αλλά έφυγε από την Αγγλία το 1816, πρώτα για να ενισχύσει τις δυνάμεις των καρμπονάρων ανταρτών στην Ιταλία και αργότερα στο πλευρό των Ελλήνων επαναστατών, ανάμεσα στους οποίους και πέθανε το 1824. Είχε δηλώσει: ”απλοποίησα την πολιτική μου αντίληψη σε μια απόλυτη αποστροφή απέναντι σε όλες τις κυβερνήσεις”. [61]

Ο λογοτεχνικός σχολιαστής Dino Falluga αναγνώρισε ότι κάποιοι γιόρτασαν το θάνατο του Byron και όσων πρέσβευε. Ο βικτωριανός μυθιστοριογράφος Edward Bulwer Lytton έγραψε μερικές δεκαετίες μετά το γεγονός ότι χάρις στο θάνατο του Byron η κουλτούρα ήταν σε θέση να εξελιχθεί. Εξοικειώνεται με το εργοστάσιο περισσότερο απ’ ότι υπερασπίζεται Δονκιχοτικά τoυς Λουδίτες όπως έκανε ο Byron. [62] Οι επιδιώξεις για αλλαγή, τελικά εξέπνευσαν μαζί με τον Byron, αν όχι νωρίτερα. Η αίσθηση της ματαιότητας μαζί με τις προσωπικές απογοητεύσεις, και επιπλέον μαζί με μια γενικευμένη χρόνια πλέον κατάσταση. Τώρα, ο μοναχικός ποιητής γίνεται ένα αληθινό εξάρτημα, αληθινό στη πραγματικότητα που ο ποιητής -και όχι μόνο ο ποιητής- χάνει την τελευταία πηγή ζωής, τον αυτοέλεγχο του. Μια από τις πιο βαθιές απώλειες εκείνης της εποχής, μάλλον η βαθύτερη. Η εποχή του τέλους της αυτονομίας και της ελπίδας να αλλάξουν τα πράγματα.

Το Γοτθικό μυθιστόρημα αντιπροσωπεύει τη σκοτεινή εκδοχή του ρομαντισμού. Είχε ξεκινήσει δεκαετίες πριν με το ενάντια στο διαφωτισμό έργο του Horace Walpole ”Το κάστρο του Otranto” (1764) και επιβίωσε σημαντικά στο ρομαντισμό. Η άνοδός του προτείνει αντίσταση στις ιδέες της προόδου και της ανάπτυξης. Οι πιο ψυχαναλυτικά προσανατολισμένοι βλέπουν το Γοτθικό ως μια επιστροφή όσων είχαν παραμεριστεί: ”Μια εξέγερση ενάντια σ’ ένα περιοριστικό νεοκλασικό ιδανικό της τάξης και της ενότητας, προκειμένου να ανακτηθεί το κατεσταλμένο πρωτόγονο και η βάρβαρη φαντασιακή ελευθερία”. [63]

Ένα κοινό χαρακτηριστικό πολλών γοτθικών μυθιστορημάτων είναι η αναπόληση ενός απλούστερου και πιο αρμονικού κόσμου, μια σύνδεση με το ρουσωικό πριμιτιβισμό. Η εξέγερση του γοτθικού ενάντια στο νέο μηχανιστικό μοντέλο για την κοινωνία συχνά εξιδανικεύει το μεσαιωνικό κόσμο (εξ’ ου και γοτθικό) σαν έναν κόσμο οργανικής ολότητας.

Αλλά αυτό το μάλλον χρυσό παρελθόν δύσκολα θα μπορούσε να αναγνωριστεί μέσα από τον παραμορφωτικό τρόμο στα χρόνια που μεσολάβησαν. Τα γοτθικά ερείπια και οι ζωγραφιές των στοιχειωμένων σπιτιών αντανακλούσαν την παραγωγή πραγματικών ερειπίων, πραγματικών εφιαλτών. Το τραύμα της πλήρως Διαφωτισμένης νεωτερικότητας βρίσκει την ηχώ του στις απάνθρωπες λογοτεχνικές συνθέσεις όπου ο εαυτός είναι ανέλπιδα χαμένος και παντελώς κατεστραμμένος.

Αμέσως έρχεται στο μυαλό η διαφθορά του ”The monk” του Mathew Lewis, που θαυμάστηκε από τον Μαρκήσιο Ντε Σαντ, όπως έκανε και ο Φρανκενστάιν της Mary Shelley, που δαιμονοποίησε την ίδια του τη δημιουργία. Σύντομα όμως το γοτθικό έγινε ένα τόσο μηχανιστικό είδος όσο και η κοινωνική τάξη που απέρριπτε. Τα στερεότυπα προϊόντα του εξακολουθούν ακόμα να αναδύονται.

Η διαμόρφωση ενός εύπλαστου χαρακτήρα, προσαρμόσιμου στις προσταγές της βιομηχανικής ζωής, ήταν αποφασιστικής σημασίας για τους διάφορους διαχειριστές στις αρχές του 19ου αιώνα. Ως εκ τούτου, ένα βασικό επιχείρημα για την υποστήριξη των σχολείων αποτελεί το ότι ήταν ”μια μορφή κοινωνικής εξασφάλισης”. [64] Στον επίλογό του ο ιστορικός Eric J. Evans γράφει: ”Μέχρι το 1815, η συζήτηση δεν ήταν για το εάν η εκπαίδευση των κατώτερων τάξεων ήταν σωστή, αλλά το σε ποιό βαθμό θα έπρεπε να παρέχεται”. [65]

Ο κατασκευαστής σερβίτσιων Thomas Wedgood ήθελε ένα αυστηρό, πειθαρχημένο σύστημα εκπαίδευσης και προσπάθησε να στρατολογήσει τον Wordsworth ως επιστάτη του. Η απάντησή του στο Προοίμιο, περιέχει αυτές τις τσουχτερές γραμμές:

Οι οδηγοί, οι φύλακες των σχολών μας,

και οι επόπτες της εργασίας μας, οι άγρυπνοι άνδρες

και οι επιδέξιοι στην τοκογλυφία του χρόνου,

Σοφοί, οι οποίοι με την πρόγνωσή τους θα ελέγχουν

Όλα τα ατυχήματα και τα συναφή

τα οποία έχουν διαμορφώσει για να μας περιορίζουν

όπως τις μηχανές.

Τα ιδιωτικά, συνήθως χριστιανικά σχολεία, λάμβαναν κάποια κυβερνητική επιδότηση αλλά ένα εθνικό σύστημα εκπαίδευσης ήταν ακόμα μακριά.

Οι εξεγερμένοι για την τροφή, όσοι έσπαγαν τις περιφράξεις, για να μην αναφέρουμε τους Λουδίτες, θα μπορούσαν να καταλήξουν στην αγχόνη, αλλά μια σύγχρονη, ένστολη αστυνομική δύναμη δεν είχε εμφανιστεί πριν το τυποποιημένο σχολικό σύστημα. Παρόλο που οι εξουσιαστές είχαν μεγάλη ανάγκη επιβολής του νόμου, αντιμετώπιζαν τη βαθιά ριζωμένη εχθρότητα της πλειοψηφίας.

Η επικρατούσα αντίληψη έκρινε ότι η προσωπική ηθική δεν θα έπρεπε να υπόκεινται στον έλεγχο των ένοπλων δυνάμεων της κοινωνίας και του νόμου. Η αστυνομία θεωρούνταν αντίθετα ως ”πληρωμένοι πράκτορες του κράτους που έδιναν πληροφορίες για τους γείτονές τους και παρενέβαιναν στην ιδιωτική τους ζωή”. [66]

Ένστολοι αστυνομικοί υπήρχαν στους δρόμους του Λονδίνου μετά το πέρασμα της δράσης της μητροπολιτικής αστυνομίας το 1820, αλλά η έντονη αντιπάθεια για το νέο θεσμό συνεχίστηκε. Σε μια διαδήλωση για την πολιτική αλλαγή στο Coldbath Fields, στο Λονδίνο το 1833, ξέσπασε μια σύγκρουση και τραυματίστηκαν τρεις αξιωματικοί, ο ένας θανάσιμα. Η ετυμηγορία του ιατροδικαστή στο δικαστήριο μιλούσε για δικαιολογημένη ανθρωποκτονία. [67]

Η αλλαγή προς μια επίσημη αστυνόμευση ήταν μόνο μία όψη της επιβαλλόμενης κοινωνικής μετατόπισης που ήταν ήδη σε εξέλιξη. Ο αυξανόμενος έλεγχος των ηθών εισήγαγε νόμους ενάντια στη ”προσβολή της δημοσίας αιδούς” και άλλα κατασταλτικά μέτρα που κατοχυρώθηκαν στην ”πράξη περί αλητείας” το 1824. Αυτό ήταν μέρος της μετάβασης από μια ”ευρέως κοινοτική σε μια πρωταρχικά κρατικά προσανατολισμένη, γραφειοκρατικά οργανωμένη και επαγγελματικά υποστηριγμένη αστική κουλτούρα”, σύμφωνα με τα λόγια του ιστορικού M.S.P. Roberts. [68] Η απραξία ήταν ένα σημάδι από το συνολικό βιομηχανικό μέλλον, όπου εισήχθη η γραμμή παραγωγής. Περιττό να πούμε πως η απραξία ανάμεσα στους πλούσιους είναι πολύ διαφορετική. Άνευ αδείας συναθροίσεις δέχονταν καταστολή, παρόλο που έδειχναν σημαντική δύναμη παραμονής στο μέρος, η πράξη περί αλητείας είχε ως στόχο μια σειρά από ποικίλες δημοφιλείς διασκεδάσεις. Η απαγόρευση των αιματηρών θεαμάτων όπως οι κοκορομαχίες και το ”δόλωμα στον ταύρο” μπορεί να θεωρούνται ως μια θετική κίνηση, όμως δεν γινόταν καμιά συζήτηση για την απαγόρευση του κυνηγιού της αλεπούς, του λαγού ή των ελαφιών.

Καθοδηγούμενη από το κίνημα της περίφραξης σαν βάση, η ιδιωτικοποίηση χτύπησε όλα τα επίπεδα. Η ιδιωτικότητα έτεινε να παραγκωνίσει το κοινωνικό και η ευτυχία έγινε οικογενειακή υπόθεση. [69] Η περίφραξη σήμανε μια απολυτοποίηση της ατομικής ιδιοκτησίας, η διασκέδαση ήταν όλο και πιο ιδιωτική και περιορισμένη. Το ίδιο το σπίτι έγινε όλο και περισσότερο συγκεκριμένα χωρισμένο, απομονώνοντας τα μέλη της οικογένειας ακόμα και μέσα στο νοικοκυριό. [70] Η κίνηση είναι προς τον διαχωρισμό των φύλων και την εξειδίκευση των γυναικών στα του σπιτιού. Η οικογένεια και ο εσωτερικός καταμερισμός εργασίας της ολοκληρώθηκαν με την άνοδο της βιομηχανίας.

Η καταναλωτική ζήτηση για φτηνά βιομηχανικά προϊόντα ήταν ένα σημαντικό αναπτυσσόμενο στοιχείο για τη βιομηχανική επανάσταση. Αυτή η ”ζήτηση” δεν ήταν ακριβώς αυθόρμητη, οι νέες επιθυμίες ήταν τώρα ευρέως διαφημιζόμενες και προωθούμενες, συμπληρώνοντας το κενό όσων είχαν απολεσθεί. Η παρακμή της παραδοσιακής αυτάρκειας ήταν παντού εμφανής, για παράδειγμα η μπίρα και το ψωμί αγοράζονταν τώρα πιο συχνά απ’ ότι φτιάχνονταν στο σπίτι. Τυποποιημένα προϊόντα και τυποποιημένη εθνική γλώσσα έρρεαν παντού. [71]

Μια μεγαλύτερη έμφαση στην ανάγκη για τακτική, προβλέψιμη εργασία παρουσιάζεται με την επικράτηση των ρολογιών στα εργοστάσια, των χρονοδιαγραμμάτων και των πλάνων, καθώς επίσης και με τα ρολόγια στα σπίτια και τα προσωπικά ρολόγια που από αντικείμενα πολυτελείας κάποτε, έγιναν καταναλωτικές αναγκαιότητες. Από τη δεκαετία του 1820, άρχισαν να αναπαράγονται νοσταλγικές εικόνες χρησιμοποιώντας τα είδη της τεχνολογίας που εξάλειψαν τον χαμένο, αναπολούμενο κόσμο. [72] Όσο ένας σχετικά αυτοσυντηρούμενος τρόπος ζωής -η αγροτική κοινωνία- τελείωνε τόσο πιο γρήγορα ένα εμπορεύσιμο αντικείμενο γινόταν μελαγχολικά ενδεχόμενο.

Ο Bulwer-Lytton έγραψε το 1833 για τα κυρίαρχα πρότυπα της ευπρέπειας και της συμμόρφωσης: ”Οι Άγγλοι του σήμερα δεν είναι οι Άγγλοι που ήταν είκοσι χρόνια πριν”. [73] Οι εκτροπές που πολλοί είχαν απολαύσει στη ζωή τους, -η δημόσια οινοποσία, οι πολλές διακοπές από τη δουλειά, οι θορυβώδεις υπαίθριες εκθέσεις κλπ– αντιμετωπίζονταν ως επαίσχυντα και αηδιαστικά στα πλαίσια της νέας τάξης.

Δεδομένου ότι ο μέσος άνθρωπος γινόταν υποτονικός και εξημερωμένος, λίγοι μόνο εξαγριώνονταν. Η βιομηχανική νεωτερικότητα προανήγγειλε αυτό που είναι τόσο σημαντικό σήμερα, την κουλτούρα των διάσημων. Ο επιδεικτικός ηθοποιός Thomas Kean ήταν ένα πρώιμο αστέρι, αλλά κανείς δεν ξεπέρασε τη φήμη του Byron. [74] Ήταν ένας από τους πρώτους που λάμβανε εκούσια μαζική αλληλογραφία. Η μαζοποιημένη ζωή ξεκίνησε επίσης με μια διαδεδομένη ψυχική εξαθλίωση. Το πιο διάσημο βιβλίο του 1806 ήταν ”Οι δυστυχίες της ανθρώπινης ζωής”, που μαρτυρούσε την μεγάλης κλίμακας κατάθλιψη και άγχος που είχαν ήδη μετατραπεί στα αναπόφευκτα φρούτα της σύγχρονης υποδούλωσης.

Η πόρτα που αναγκάστηκε να ανοίξει αποφασιστικά μεταξύ του 1800 και του 1820 μιλώντας γενικά (και το εννοώ γενικά), εγκαινίασε την υπερθέρμανση του πλανήτη και την πρωτοφανή αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού. Η παγκοσμιοποιημένη βιομηχανοποίηση είναι η κινητήρια δύναμη πίσω από τις δύο αυτές εξελίξεις. Μία εμβαθυνόμενη τεχνολογική διάσταση γίνεται όλο και πιο συναρπαστική και καθοριστική οδηγώντας στην απώλεια νοήματος, πάθους και σύνδεσης. Η πορεία αυτή φτάνει σε συνεχώς νέα επίπεδα, με ένα διαρκώς επιταχυνόμενο ρυθμό. Ήδη από τη δεκαετία του 1950, η νέα τεχνολογία χαιρετίστηκε από πολλούς ως η ”δεύτερη βιομηχανική επανάσταση”. [75] Το 1960, ο εκπαιδευτικός Clark Kerr και κάποιοι άλλοι ανακοίνωσαν ότι ο κόσμος μπαίνει σε μια νέα εποχή, την εποχή της απόλυτης βιομηχανοποίησης. [76]

Καθώς ο 19ος αιώνας τελείωνε, ο William Moris που αντιπαθούσε όλες τις μηχανές, συμπέρανε ότι ”πέρα από την επιθυμία να παράγω όμορφα προϊόντα, το μεγαλύτερο πάθος της ζωής μου είναι το μίσος μου για το σύγχρονο πολιτισμό”. [77] Στο ”Νέα από την Ουτοπία” το μυθιστόρημα που εξέδωσε το 1850 συνδυάζει τον ουτοπικό σοσιαλισμό και την ελαφριά επιστημονική φαντασία, εκφράζει μια θαυμάσια αντιστροφή της προοπτικής, στην οποία ο χαρακτήρας του Ellen μιλάει από ένα χρονικό σημείο όπου η τεχνο-ερήμωση έχει αποφευχθεί: ”Και ακόμα και τώρα, όπου όλα έχουν νικηθεί και έχει περάσει πολύς καιρός, η καρδιά μου αρρωσταίνει ακόμα και στη σκέψη όλης εκείνης της ζωής που χάσαμε για τόσα πολλά χρόνια”. ”Για τόσους πολλούς αιώνες, είπε εκείνη, για τόσα πολλά χρόνια”. [78]

Σημειώσεις

1 Ugo Perone, The Possible Present (Albany: State University of New York Press, 2011), p. 60.

2 T.S. Ashton, An Economic History of England: the 18th Century, vol. 3 (London: Methuen, 1955), p. 125.

3 G.W. Dimbleby, The Development of British Heathlands and their Soils (Oxford: Clarendon Press, 1962), e.g. pp. 29, 44.

4 Arnold J. Toynbee, A Study of History, vol. I (London: Oxford University Press, 1934-1958), p. 8.

5 Oswald Spengler, The Decline of the West, vol. II (New York: Alfred A. Knopf, 1928), e.g. p. 78.

6 Ibid., p. 503.

7 Harold Perkin, The Origins of Modern English Society, 1780-1880 (London: Routledge & Kegan Paul, 1969), p. 125.

8 E.P. Thompson, The Making of the English Working Class (New York: Vintage Books, 1966), p. 583.

9 Joseph Gabel, False Consciousness: An Essay on Reification (Oxford: Basil Blackwell, 1975).

10 Michel Foucault, The Order of Things (New York: Vintage Books, 1970), p. 161.

11 Robert N. Bellah, ed., Emile Durkheim on Morality and Society (Chicago: University of Chicago Press, 1973), p. 86.

12 Somewhat recent scholarship has challenged Ashton, Landes and others as having overgeneralized the irregularity of pre-industrial work habits; E.G. Mark Harrison, Crowds and History (New York: Cambridge University Press, 1988), ch. 5, esp. p. 111. But the overall description seems valid.

13 F.M.L. Thompson, The Cambridge Social History of Britain 1750-1950, vol. 2 (New York: Cambridge University Press, 1990), pp. 129, 130.

14 Ashton, op. cit., p. 117.

15 Robert Reid, Land of Lost Content: the Luddite Revolt, 1812 (London: Heinemann, 1986), pp. 294-295.

16 Quoted in Ben Wilson, Decency and Disorder: the Age of Cant 1789-1837 (London: Faber and Faber, 2007), p. 356.

17 Ibid., p. 74.

18 E.P. Thompson, “The Crime of Anonymity,” in Douglas Hay et al., eds., Albion’s Fatal Tree: Crime and Society in Eighteenth-Century England (New York: Verso, 2011), p. 277.

19 Ian R. Christie, Stress and Stability in Late Eighteenth-Century Britain (Oxford: Clarendon Press, 1984), pp. 150-151.

20 Nicholas Rogers, Crowds, Culture, and Politics in Georgian Britain (Oxford: Clarendon Press, 1998), p. 229.

21 Thompson in Hay et al., op. cit., p. 275.

22 Neil J. Smelser, “Sociological History,” in M.W. Flinn and T.C. Smout, eds., Essays in Social History (Oxford: Clarendon Press, **1874), pp. 31-32.

23 Asa Briggs, “The Language of ‘Class’ in Early Nineteenth-Century England,” in Flinn and Smout, op. cit., p. 154.

24 Perkin, op. cit., p. 213.

25 Smelser, op. cit., p. 31.

26 Katrina Navickas, “The Search for ‘General Ludd’: the Mythology of Luddism,” Social History 30:3 (August 2005).

27 Reid, op. cit., pp. 59-60.

28 The radical impulse in Ireland was diverted into Ribbonism, somewhat like Luddism, but lost in a nationalist emphasis. Simon Edwards “Nation and State,” in Zachary Leader and Ian Haywood, eds., Romantic Period Writings 1798-1832: An Anthology (New York: Routledge, 1998), p. 125.

29 Kirkpatrick Sale, Rebels Against the Future: the Luddites and their War on the Industrial Revolution (Cambridge, MA: Perseus, 1996), p. 17.

30 E.P. Thompson, The Making of the English Working Class, p. 585.

31 Rogers, op. cit., p. 238.

32 For the conservative role of unions see John Zerzan, “Who Killed Ned Ludd?” in John Zerzan, Elements of Refusal (Columbia, MO: C.A.L. Press, 1999), pp. 205-211.

33 Edward Royle, Revolutionary Brittania?: Reflections on the Threat of Revolution in Britain, 1789-1848 (Manchester: Manchester University Press, 2000), p. 51.

34 M. Harrison, op. cit., p. 179.

35 Roland Quinault, “The Industrial Revolution and Parliamentary Reform,” in Patrick K. O’Brien and Roland Quinault, eds., The Industrial Revolution and British Society (New York: Cambridge University Press, 1993), p. 197.

36 J.F.C. Harrison, The Second Coming: Popular Millenarianism 1780-1850 (New Brunswick, NJ: Rutgers University Press, 1979), p. 10.

37 Iain McCalman, Radical Underworld (New York: Cambridge University Press, 1988), p. 61.

38 J.F.C. Harrison, op. cit., pp. 50, 77.

39 Eric J. Evans, The Forging of the Modern State: Early Industrial Britain, 1783-1870 (New York: Longman, 1983), p. 53.

40 Iain McCalman, “New Jerusalem: Prophesy, Dissent and Radical Culture in England, 1786- 1830,” in Knud Haakonsen, ed., Enlightenment and Religion: Rational Dissent in Eighteenth Century Britain (New York: Cambridge University Press, 1996), p. 324.

41 J.F.C. Harrison, op. cit., p. 127.

42 Quoted in E.P. Thompson, The Making of the English Working Class, op. cit., p. 118.

43 I. McCalman, op. cit., p. 139.

44 E.P. Thompson, Making, op. cit., p. 116.

45 E. Royle, op. cit., p. 45.

46 I. McCalman, op. cit., p. 63.

47 Shiv Kumar, “The New Jerusalem of William Blake,” in Shiv Kumar, ed., British Romantic Poets (New York: New York University Press, 1966), p. 169.

48 Michael Ferber, The Social Vision of William Blake (Princeton: Princeton University Press, 1985), pp. 191-192.

49 Quoted in Ibid., p. 135.

50 Ibid., pp. 83, 86, 99, 105.

51 Quoted in Heather Glen, Blake’s Songs and Wordsworth’s Lyrical Ballads (New York: Cambridge University Press, 1983), p. 206.

52 E.P. Thompson, Witness against the Beast: William Blake and the Moral Law (New York: Cambridge University Press, 1983), p. 229.

53 Ibid., p. 114.

54 Carl Woodring, Politics in English Romantic Poetry (Cambridge, MA: Harvard University Press, 1970), p. 47.

55 Quoted in R.W. Harris, Romanticism and the Social Order (London: Blandford Press, 1969), p. 178.

56 Northrup Frye, “The Drunken Boat,” in Northrup Frye, ed., Romanticism Reconsidered (New York: Columbia University Press, 1963), p. 7.

57 Rene Wellek, “Romanticism Reconsidered,” in Frye, op. cit., p. 117.

58 R.W. Harris, op. cit., p. 193.

59 Quoted in Ibid., p. 288.

60 Quoted in Ibid., p. 299

61 Quoted in Ibid., p. 361.

62 Dino Franco Felluga, The Perversity of Poetry: Ideology and the Popular Male Poet of Genius (Albany: State University of New York Press, 2004), p. 133.

63 Maggie Kilgour, The Rise of the Gothic Novel (New York: Routledge, 1995), p. 3.

64 A.P. Wadsworth, “The First Manchester Sunday Schools,” in Flinn and Smout, op. cit., p. 101.

65 E. Evans, op. cit., p. 54.

66 E.P. Thompson, “Time, Work-Discipline, and Industrial Capitalism,” Past and Present 38:1 (1967), p. 97.

67 B. Wilson, op. cit., p. 261.

68 M.J.D. Roberts, “Public and Private in Early Nineteenth Century London: the Vagrant Act of 1822 and its Enforcement,” Social History 13:3 (October 1988), p. 294.

69 Robert W. Malcomson, Popular Recreations in English Society, 1700-1850 (Cambridge: Cambridge University Press, 1973), p. 156.

70 Jurgen Habermas, The Structural Transformation of the Public Sphere (Cambridge MA: MIT Press, 1989), p. 45.

71 Fiona Stafford, Local Attachments: the Province of Poetry (New York: Oxford University Press, 2010), pp. 84-85.

72 David Bindman, “Prints,” in I. McCalman, op. cit., p. 209.

73 Quoted in B. Wilson, op. cit., p. 316.

74 Tom Mole, Romanticism and Celebrity (New York: Cambridge University Press, 2009), p. 228.

75 For example, Norbert Weiner, The Human Use of Human Beings (London: Eyre and Spottiswoode, 1954).

76 Clark Kerr et al, Industrialism and Industrial Man (Cambridge MA: Harvard University Press, 1960), p. 1.

77 Quoted in E.P. Thompson, William Morris: Romantic to Revolutionary (New York, Pantheon Books, 1977), p. 125.

78 William Morris, News from Nowhere (New York: Routledge, 1970), p. 176.

 

 

* Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Fifth Estate, στο τεύχος του καλοκαιριού 2013 με τίτλο:

“Industrialism and its discontents                                                                             

    The Luddites and their inheritors”