Μόνοι Μαζί – Η Πόλη και οι Τρόφιμοι της [John Zerzan]

Το ποσοστό της ανθρωπότητας που μένει σε πόλεις αυξάνεται εκθετικά, μαζί με την βιομηχανοποίηση. Η μεγαλούπολη είναι η τελευταία μορφή αστικού περιβάλλοντος, παρεμβάλλοντας όλο και περισσότερο τον εαυτό της ανάμεσα στην ανθρώπινη ζωή και την βιόσφαιρα.

Η πόλη είναι επίσης ένα φράγμα ανάμεσα στους έγκλειστους κατοίκους της, ένας κόσμος αγνώστων. Στην πραγματικότητα, όλες οι πόλεις στην παγκόσμια ιστορία ιδρύθηκαν από αγνώστους και ξένους, που εγκαταστάθηκαν μαζί σε μοναδικά, προηγουμένως άγνωστα περιβάλλοντα. Είναι η κουλτούρα της κυριαρχίας στο κέντρο της, στο ύψος της, στην πιο κυρίαρχη μορφή της. Ο Joseph Grange είναι βασικά, δυστυχώς, σωστός λέγοντας πως είναι ‘κατεξοχήν, το μέρος όπου οι ανθρώπινες αξίες έρχονται στην πιο απτή τους έκφραση.’{1} Φυσικά, η λέξη ‘άνθρωπος’ λαμβάνει το πλήρως παραμορφωμένο της νόημα στο αστικό περιβάλλον, ειδικότερα στο σημερινό. Όλοι μπορούν να δούνε το μοντέρνο ‘επίπεδο τοπίο’ στον λιτό όρο του Norberg – Schulz (1969), οι Ζώνες του Τίποτα της ανυπαρξίας του τόπου, όπου ο τοπικισμός και η ποικιλία μειώνονται σταθερά, αν δεν εξαλείφονται. {2} Το σουπερμάρκετ, το Mall, η αίθουσα αναμονής των αεροδρομίων, είναι παντού ίδια, ακριβώς όπως το γραφείο, το σχολείο, το διαμέρισμα, το νοσοκομείο και η φυλακή μόλις και μετά βίας διακρίνονται το ένα από το άλλο, στις ίδιες μας τις πόλεις. {3}

Οι μεγαλουπόλεις έχουν πιο πολλά κοινά μεταξύ τους παρά με οποιονδήποτε άλλον από τους κοινωνικούς οργανισμούς. Οι πολίτες τους τείνουν να ντύνονται το ίδιο και να καταναλώνουν την ίδια παγκόσμια κουλτούρα, κάτω από μια σταθερά πιο ολοκληρωμένη ματιά παρακολούθησης. Αυτό είναι το αντίθετο του να ζεις σε έναν συγκεκριμένο τόπο στη Γη, με σεβασμό για την μοναδικότητα του. Αυτές τις μέρες, όλοι οι τόποι μετατρέπονται σε αστικούς τόπους – δεν υπάρχει σημείο στον πλανήτη που δεν θα μπορούσε να γίνει έστω σχεδόν αστικό κατά την στροφή ενός δορυφόρου. Έχουμε εκπαιδευτεί και εξοπλιστεί να πλάθουμε τους τόπους σαν να είναι αντικείμενα. Μια τέτοια εκπαίδευση είναι υποχρεωτική σε αυτή την Ψηφιακή Εποχή, που κυριαρχείται από τις πόλεις και τις περιοχές του μετρό σε πρωτοφανές βαθμό στην ιστορία.

Πως έχει περάσει αυτό; Όπως το τοποθετεί ο Weber, ‘κάποιος/α μπορεί να μην βρει τίποτα ή τα πάντα στα όρια της πόλης εκτός από την ειδοποιούσα αρχή που δημιουργεί την ίδια την πόλη.’ {4} Αλλά είναι ξεκάθαρο ποιος είναι ο θεμελιώδης μηχανισμός/ δυναμική/ ‘αρχή’ και ποιος ήταν πάντοτε. Καθώς συνεχίζει ο Weber: ‘Κάθε συσκευή στην πόλη που διευκολύνει το εμπόριο και την βιομηχανία, προετοιμάζει το έδαφος για περαιτέρω καταμερισμό και εξειδίκευση της εργασίας.’ {5} Περαιτέρω μαζικοποίηση, τυποποίηση, ισορροπία.

Καθώς τα εργαλεία έγιναν συστήματα τεχνολογίας – δηλαδή, όταν αναπτύχθηκε η κοινωνική πολυπλοκότητα – εμφανίστηκε η πόλη. Η πόλη – μηχανή ήταν το πιο πρώιμο και το μεγαλύτερο τεχνολογικό φαινόμενο, το αποκορύφωμα του καταμερισμού της εργασίας. Ή όπως ο Lewis Mumford το χαρακτήρισε, ‘το σήμα της πόλης είναι η σκόπιμη κοινωνική της πολυπλοκότητα’. {6} Οι δύο τρόποι σε αυτό το πλαίσιο είναι ίδιοι. Οι πόλεις είναι τα πιο πολύπλοκα αντικείμενα που εφευρέθηκαν ποτέ, όπως η αστικοποίηση είναι ένα από τα κύρια μέτρα της ανάπτυξης.

Η επερχόμενη παγκόσμια πόλη τελειοποιεί τον πόλεμο της στην φύση, εξαλείφοντας την για χάρη του τεχνητού, και μειώνοντας την ύπαιθρο σε απλά ‘περίχωρα’ που συμμορφώνονται στις αστικές προτεραιότητες. Όλες οι πόλεις είναι αντιθετικές με τη γη.

Το ‘Προχωρώντας στην Πόλη’ του Certeau έχει μάλλον μια απόκοσμη ποιότητα, δεδομένου του θέματος του και του γεγονότος πως είναι γραμμένο το 2000. Ο Certeau είδε το Παγκόσμιο Εμπορικό Κέντρο (World Trade Center) ως ‘την πιο μνημειώδη φιγούρα’ της Δυτικής αστυφιλίας και ένιωσε πως ‘το να ανυψωθείς στην κορυφή (του) είναι το να παρασυρθείς από την αναμονή της πόλης.’ {7} Η βιωσιμότητα της πόλης εισήλθε στο αναπόφευκτο στάδιο του αμφίβολου, συνοδευμένο από την αύξηση του άγχους – όχι όμως της δημιουργίας του – την 11η Σεπτέμβρη (9/11). Η βαθιά αμφιθυμία για την αστική ζωή, αισθητή σε όλη την βασιλεία του πολιτισμού, έχει γίνει πολύ πιο έντονη.

Η εξημέρωση έκανε δυνατό τον πολιτισμό, και η εντατική εξημέρωση έφερε περαιτέρω την αστική κουλτούρα. Οι πρωταρχικές κηπουρικές κοινότητες – οικισμοί και χωριά – αντικαταστάθηκαν από τις πόλεις καθώς η μαζικοποιημένη γεωργία έλαβε τον έλεγχο. Ένας διαρκής δείκτης αυτής της αλλαγής είναι μεγαλιθικά μνημειώδης. Στα πρώιμα Νεολιθικά μνημεία βρίσκονται όλες οι ποιότητες της πόλης: διαρκείς κατοίκηση, μονιμότητα, πυκνότητα, μια ορατή ανακοίνωση της θριαμβευτικής πορείας της γεωργίας πάνω από την τροφοσυλλογή. Η θεαματική συγκέντρωση της πόλης είναι ένα σημαντικό σημείο καμπής στην ανθρώπινη εξέλιξη της κουλτούρας, η άφιξη του πολιτισμού στην πλήρη, ολοκληρωτική του αίσθηση.

Έχουν υπάρξει πολιτισμοί χωρίς πόλεις (π.χ. ο πρώιμος πολιτισμός των Μάγια), αλλά όχι πολλοί. Πιο συχνά είναι ένα βασικό χαρακτηριστικό και αναπτύσσονται με μια σχετικά ξαφνική δύναμη, ως εάν η ενέργεια που καταστέλλεται από την εξημέρωση πρέπει να ξεσπάσει σε ένα νέο επίπεδο της λογικής του ελέγχου. Ωστόσο, η αστική έκρηξη δεν διαφεύγει κάποιες κακές κριτικές. Στην Εβραϊκή παράδοση, ήταν  ο Κάιν, ο δολοφόνος του Άβελ, που ίδρυσε την πρώτη πόλη. Παρομοίως, τέτοιες αστικές αναφορές όπως η Βαβυλώνα, ο Πύργος της Βαβέλ, και τα Σόδομα και τα Γόμορρα είναι πλήρως αρνητικές. Μια βαθιά αμφιθυμία για τις πόλεις είναι, στην πραγματικότητα, μια σταθερά του πολιτισμού.

Περίπου το 4000 π.Χ. εμφανίστηκαν οι πρώτες πόλεις στην Μεσοποταμία και την Αίγυπτο, όταν τα πολιτικά μέσα σχεδιάστηκαν για την διοχέτευση των πλεονασμάτων που δημιουργήθηκαν από ένα νέο γεωργικό ήθος στα χέρια της κυβερνούσας μειονότητας. Αυτή η ανάπτυξη απαιτούσε οικονομική εισαγωγή από όλο και πιο ευρύτερες περιοχές παραγωγής – οι μεγάλης κλίμακας, συγκεντρωτικοί, γραφειοκρατικοί θεσμοί δεν θα αργούσαν να εμφανιστούν. Τα χωριά μετατράπηκαν σε όλο και περισσότερο εξειδικευμένες στρατηγικές για την μεγιστοποίηση της παραγωγής μεγαλύτερων πλεονασμάτων που έρρεαν προς τις πόλεις. Μεγαλύτερη παραγωγή των σιτηρών, για παράδειγμα, μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με πρόσθετη εργασία και περισσότερο εξαναγκασμό. Η αντίσταση συνέβη μέσα σε αυτό το γνωστό πλαίσιο, καθώς οι πιο πρωτόγονες αγροτικές κοινότητες μετατράπηκαν βίαια σε διαχειριζόμενες πόλεις, όπως η Νινευή. Για να αναφέρουμε άλλο ένα παράδειγμα, οι νομαδικές φυλές του Σινά αρνήθηκαν να εργαστούν στα ορυχεία χαλκού για τους αιγύπτιους ηγέτες. {8} Οι μικροϊδιοκτήτες εκδιώχθηκαν από την γη στις πόλεις – αυτό το εκτόπισμα είναι ένα βασικό μέρος του γνώριμου μοτίβου που συνεχίζεται σήμερα.

Η αστική πραγματικότητα έχει να κάνει κυρίως με το εμπόριο και τις συναλλαγές, με μια σχεδόν πλήρη εξάρτηση στην υποστήριξη από εξωτερικούς χώρους για την συνέχεια της ύπαρξης της. Για να εγγυηθούν μια τέτοια τεχνητή διαβίωση, οι πατέρες της πόλης στρέφονται αναπόφευκτα στον πόλεμο, αυτό το χρόνιο προϊόν ανάγκης του πολιτισμού. ‘Κατάκτηση στο εξωτερικό και καταστολή στην πατρίδα,’ με τα λόγια του Stanley Diamonds, είναι ένας καθοριστικός χαρακτηρισμός των πόλεων από την προέλευση τους. {9} Οι πρώιμες Σουμερικές πόλεις – κράτη, για παράδειγμα, βρίσκονταν συνεχώς σε κατάσταση πολέμου. Ο αγώνας για σταθερότητα των οικονομικών της αστικής αγοράς ήταν μια αδιάκοπη υπόθεση για την επιβίωση. Οι στρατοί και οι πολεμικές επιχειρήσεις ήταν θεμελιώδους αναγκαιότητας, ειδικότερα δεδομένου του ενσωματωμένου επεκτατικού χαρακτήρα της αστικής δυναμικής. Η Ουρούκ, η μεγαλύτερη πόλη της Μεσοποταμίας εκείνης της εποχής (2700 π.Χ.), καυχιόταν ένα διπλό τείχος με έξι μίλια μάκρος, οχυρωμένο από 900 πύργους. Από αυτή την πρώιμη περίοδο έως και τον Μεσαίωνα, στην ουσία όλες οι πόλεις είχαν οχυρωμένες φρουρές. Ο Ιούλιος Καίσαρας χρησιμοποίησε την λέξη oppidum (φρουρά) για να δηλώσει κάθε πόλη της Γαλατίας.

Τα πρώτα αστικά κέντρα επίσης αποκαλύπτουν σταθερά ένα ισχυρό τελετουργικό προσανατολισμό. Η κίνηση μακριά από μια έμφυτη, βασισμένη στη Γη πνευματικότητα με έμφαση σε ιερούς ή υπερφυσικούς χώρους, λαμβάνει μια περαιτέρω παραμόρφωση με κυριολεκτικά ισχυρούς αστικούς ναούς και τάφους που προκαλούν δέος. Η ανύψωση των θεών μιας κοινωνίας αντιστοιχούσε στην αυξανόμενη πολυπλοκότητα και διαστρωμάτωση της κοινωνικής δομής της. Με την ευκαιρία, τα θρησκευτικά μνημεία δεν ήταν μόνο μια τακτική επαγωγής υπακοής από αυτούς στην εξουσία – ήταν επίσης ένα βασικό όχημα για την διάδοση της εξημέρωσης. {10}

Αλλά η πραγματική αύξηση της κυριαρχίας ξεκίνησε όχι μόνο με την εντατική γεωργία – και με την εμφάνιση των συστημάτων γραφής όπως ο Childe, ο Levi-Strauss και άλλοι έχουν σημειώσει – αλλά με την μεταλλουργία. Διαδεχόμενη το αρχικό Νεολιθικό στάδιο του πολιτισμού, η Εποχή του Χαλκού και ακόμα πιο πολύ η Εποχή του Σιδήρου έφερε την αστικοποίηση στην πλήρη κεντρικότητα του. Σύμφωνα με τον Toynbee, ‘Αν η αύξηση του μεγέθους των πόλεων μέσα στην πορεία της ιστορίας παρουσιάζεται οπτικά με την μορφή μιας καμπύλης, αυτή η καμπύλη θα βρεθεί να έχει ίδια διαμόρφωση με την καμπύλη που παρουσιάζει την αύξηση της δραστικότητας της τεχνολογίας.’ {11} Και με τον αυξανόμενο αστικοποιημένο χαρακτήρα της κοινωνικής ζωής, η πόλη μπορεί να ιδωθεί σαν ένα δοχείο. Οι πόλεις, σαν τα εργοστάσια που υπάρχουν ήδη, βασίζονται στον περιορισμό. Οι πόλεις και τα εργοστάσια δεν είναι ποτέ στην βάση τους επιλεγμένα ελεύθερα από τους ανθρώπους που βρίσκονται μέσα τους: η κυριαρχία τους κρατάει εκεί πέρα. Ο Αριστοφάνης το τοποθέτησε πολύ καλά στο δημιούργημα του το 414 π.Χ. ‘Οι Όρνιθες’ : ‘Μια πόλη πρέπει να αυξηθεί για να σπιτώσει όλα τα πουλιά – έπειτα πρέπει να φράξεις τον αέρα, τον ουρανό, τη γη, και να τα περιβάλλεις με τείχη, όπως στην Βαβυλώνα.’

Τα κράτη όπως τα ξέρουμε υπήρχαν ήδη εκείνη την περίοδο, και οι ισχυρές πόλεις αναδύθηκαν σε πρωτεύουσες, οι τόποι της κρατικής εξουσίας. Η πολιτική κυριαρχία πάντοτε έρεε από αυτά τα αστικά κέντρα. Σε αυτό το πλαίσιο, οι αγρότες αφήναν πίσω τους μία γνώριμη και μισητή σκλαβιά για νέες, αρχικά άγνωστες μορφές δουλείας και δεινών. Η πόλη, ήδη μια περιοχή της τοπικής εξουσίας και του πολέμου, είναι ένα εκκολαπτήριο μολυσματικών ασθενειών, συμπεριλαμβανομένης της πανούκλας, και φυσικά ενισχύει σε μεγάλο βαθμό τις επιπτώσεις της πυρκαγιάς, του σεισμού, και άλλων κινδύνων.

Για χιλιάδες γενιές οι άνθρωποι σηκώνονταν το ξημέρωμα και κοιμόντουσαν αφού έπεφτε ο ήλιος, αναπαυόμενοι στις δόξες της ανατολής, της δύσης, και του έναστρου ουρανού. Πριν μισή χιλιετία, οι καμπάνες και τα ρολόγια της πόλης ανακοίνωσαν μια όλο και πιο αυξανόμενα ρυθμισμένη και στην τάξη καθημερινή ζωή, η βασιλεία της αστικής χρονομέτρησης. Στον νεωτερισμό, ο χρόνος ζωής εξαφανίζεται: ο χρόνος γίνεται ένας πόρος, μια αντικειμενοποιημένη υλικότητα. Ο μετρημένος, πραγμοποιημένος χρόνος απομονώνει το άτομο στο δυναμικό πεδίο της εμβάθυνσης της διαίρεσης και του διαχωρισμού, της συνεχώς μειωμένης ολότητας. Η επαφή με τη Γη υποχωρεί, καθώς η αστικοποίηση αυξάνεται – και όπως ο Hogarth το απεικόνισε στις εικόνες του Λονδίνου στα μέσα του 18ου αιώνα, η φυσική επαφή ανάμεσα στους ανθρώπους μειώνεται δραματικά. Αυτή την περίοδο ο Nicolas Chamfort δήλωσε, ‘το Παρίσι είναι μια πόλη γεμάτη από γλέντια και απολαύσεις, όπου τα τέσσερα πέμπτα των κατοίκων πεθαίνουν από θλίψη.’ {12} Στο ‘Emile’ (1762), ο Ρουσώ το βάζει πιο προσωπικά – ‘Αντίο, Παρίσι. Αναζητούμε τον έρωτα, την ευτυχία, την αθωότητα. Ποτέ δεν θα είμαστε αρκετά μακριά από σένα.’ {13} Το διαχυτικό βάρος της αστικής ύπαρξης διείσδυσε ακόμα και στα πιο ζωτικής σημασίας εξωτερικά πολιτικά φαινόμενα, συμπεριλαμβανομένης της Γαλλικής Επανάστασης. Πληθυσμοί στο επαναστατημένο Παρίσι συχνά φαίνονταν παράξενα απαθής, προτρέποντας τον Richard Sennett να ανιχνεύσει εκεί τα πρώτα έντονα σημάδια σύγχρονης αστικής παθητικότητας. {14}

Τον επόμενο αιώνα ο Ένγκελς, σε αντίθετη πλευρά, αποφάσισε πως η πόλη είναι αυτή στην οποία το προλεταριάτο πετυχαίνει την ‘πληρέστερη κλασική του τελειότητα.’ {15} Αλλά ο Tocqueville είχε ήδη δει πως τα άτομα στις πόλεις ένιωθαν ‘ξένοι με τα πεπρωμένα των άλλων.’ {16} Αργότερα στον 19ο αιώνα, ο Durkheim σημείωσε πως η αυτοκτονία και η παράνοια αυξάνονται με την μοντέρνα αστικοποίηση. Στην πραγματικότητα, μια αίσθηση εξάρτησης, μοναξιάς, και κάθε είδους συναισθηματικής διαταραχής δημιουργούνται, δίνοντας χώρο στην αντίληψη του Benjamin πως, ‘Ο φόβος, η μεταστροφή, και ο τρόμος ήταν η κίνηση που η μεγάλη πόλη προκάλεσε σε αυτούς που την παρατήρησαν για πρώτη φορά.’ {17} Οι τεχνολογικές εξελίξεις στις περιοχές λυμάτων και άλλων προκαλούμενων αποχετεύσεων, ενώ απαιτούνται για την άνθιση της μητρόπολης, επίσης επιτρέπουν την αστικοποίηση και την περαιτέρω της ανάπτυξη. Η ζωή στις πόλεις είναι δυνατή μόνο με μια τέτοια συνεχή τεχνολογική υποστήριξη.

Ως το 1900 ο Georg Simmel αντιλήφθηκε πως το ζώντας στις πόλεις δεν φέρνει μόνο μοναξιά, αλλά επίσης και το απόθεμα ή το συναισθηματικό μούδιασμα που το επιδεινώνει. Όπως είδε ο Simmel, αυτό είναι πολύ κοντά αναλογικά στις επιδράσεις της βιομηχανικής ζωής γενικότερα: ‘Συνέπεια, μετρησιμότητα, ακρίβεια εξαναγκάζουν τη ζωή μέσα από την πολυπλοκότητα και την επέκταση της μητροπολιτικής ύπαρξης.’ {18} Η αστική χαύνωση και ανικανότητα που εκφράζεται στην πρώιμη ποίηση του T.S. Eliot, για παράδειγμα, βοηθά στην συμπλήρωση αυτής της εικόνας της μειωμένης ζωής.

Ο όρος ‘προάστιο’ χρησιμοποιούταν από τον Shakespeare και τον Milton προς την σύγχρονη έννοια σε μεγάλο βαθμό, αλλά δεν ήταν μέχρι την επίθεση της βιομηχανοποίησης που το φαινόμενο των προαστίων πραγματικά αναδύθηκε. Έτσι, η οικιστική ανάπτυξη εμφανίστηκε στα περίχωρα των Αμερικανικών μεγαλουπόλεων ανάμεσα στο 1815 και 1860. Ο Μαρξ αναφέρεται στον καπιταλισμό ως ‘η αστικοποίηση της υπαίθρου’ {19} – η άνοδος των προαστίων πραγματικά αύξησε τα βήματα του, στη σύγχρονη έννοια του, αμέσως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι εξευγενισμένες τακτικές μαζικής παραγωγής δημιούργησαν μια φυσική συμμόρφωση που να ταιριάζει και να μεγεθύνει την κοινωνική συμμόρφωση. {20} Αβαθές, ομογενοποιημένο, ένα θερμοκήπιο του καταναλωτισμού περιφραγμένο με εμπορικά κέντρα και λεωφόρους, το προάστιο είναι το περαιτέρω υποβαθμισμένο αποτέλεσμα της πόλης. Ως τέτοιες, οι διαφορές ανάμεσα στο άστυ και το προάστιο δεν πρέπει να υπερεκτιμώνται ή να θεωρούνται ποιοτικές. Η αποξένωση, που διευκολύνεται από μια συστοιχία συσκευών υψηλής τεχνολογίας – iPods, κινητά τηλέφωνα, κλπ. – είναι τώρα η τάξη της εποχής, ένα πολύ αποτελεσματικό φαινόμενο. {21}

Ο πολιτισμός, όπως είναι ξεκάθαρο από την αρχική σημασία της λέξης στα Λατινικά, είναι αυτό που συμβαίνει στις πόλεις. {22} Περισσότερος από τον μισό πληθυσμό του κόσμου τώρα ζει σε πόλεις. Η McDonalds-ιοποίηση περιοχών όπως της Kουάλα Λουμπούρ και της Σιγκαπούρης που έχουν γυρίσει τόσο αποφασιστικά την πλάτη τους στα δικά τους πλούσια περιβάλλοντα. Η επιτακτική αστικοποίηση είναι ένα συνεχές χαρακτηριστικό του πολιτισμού.

Μια ορισμένη διεστραμμένη γοητεία εξακολουθεί να επικρατεί για κάποιους, και έχει γίνει τόσο δύσκολο να αποδράσεις από την αστική ζώνη επιρροής. Υπάρχει ακόμα ένα τρεμόπαιγμα της ελπίδας για κοινότητα, ή έστω για μια εκτροπή, στην μητρόπολη. Και κάποιο/ες από εμάς παραμένουμε εδώ ώστε να μην χάσουμε επαφή με αυτό που νιώθουμε υποχρεωμένοι να καταλάβουμε, έτσι ώστε να μπορέσουμε να το φέρουμε στο τέλος του. Βέβαια, υπάρχουν και αυτοί/ες που αγωνίζονται για να εξανθρωπίσουν την πόλη, να αναπτύξουν δημόσιους κήπους και άλλες παροχές, αλλά οι πόλεις παραμένουν αυτό που ήταν πάντα. Οι περισσότεροι από τους κατοίκους τους αποδέχονται την αστική πραγματικότητα και προσπαθούν να προσαρμοστούν σε αυτήν, με την ίδια εξωστρεφή παθητικότητα που εκφράζουν προς τον περιβάλλοντα τεχνο-κόσμο.

Κάποιοι/ες πάντα προσπαθούν να μεταρρυθμίσουν το αμεταρρύθμιστο. Εμπρός, ας έχουμε ‘έναν καινούργιο νεωτερισμό’, ‘μια καινούργια στάση προς την τεχνολογία’, κλπ. κλπ. Η Julia Kristeva καλεί για ‘ένα κοσμοπολιτισμό ενός νέου είδους…’ {23} Τέτοιες κατευθύνσεις αποκαλύπτουν, ανάμεσα σε άλλα πράγματα, την πεποίθηση πως αυτά που θεωρούνται ευρέως βασικά για την κοινωνική ζωή θα είναι πάντα μαζί μας. Ο Max Weber έκρινε πως ο νεωτερισμός και η γραφειοκρατική λογική είναι ασφαλείς από τις αποδράσεις (escape-proof), ενώ ο Toynbee είδε την Οικουμενική Πόλη, όπως αποκάλεσε το στάδιο του γιγαντισμού που θα διαδεχθεί το στάδιο της μεγαλούπολης, ‘αναπόφευκτη’. {24} Ο Ellul αναφέρθηκε στην αστικοποίηση ως αυτό ‘που μπορεί να γίνει μόνο αποδεκτό.’ {25}

Ωστόσο, δεδομένης της σημερινής αστικής πραγματικότητας, και το πώς και το γιατί οι πόλεις ξεκίνησαν εξ αρχής και συνεχίζουν να υπάρχουν, αυτό που ο James Baldwin είπε για το γκέτο, εφαρμόζεται απόλυτα και για την πόλη: ‘Μπορεί να βελτιωθεί προς μια κατεύθυνση μόνο: να οδηγηθεί στην ανυπαρξία.’ {26} Επ’ ευκαιρίας, υπάρχει μια δυνατή ομοφωνία ανάμεσα στους αστικούς θεωρητικούς, πως ‘οι πόλεις είναι πρόσφατα διχασμένες και πολωμένες.’ {27} Το ότι οι φτωχοί και οι αυτόχθονες πρέπει να αστικοποιηθούν είναι μια άλλη πρωταρχική πτυχή της αποικιοκρατικής-ιμπεριαλιστικής ιδεολογίας.

Το πρωτότυπο μεγαλείο είναι ακόμα παρόν και υπογραμμισμένο στην σημερινή πόλη, με την ίδια σμίκρυνση και στέρηση της δύναμης από το άτομο. Η ανθρώπινη κλίμακα διαγράφεται από ψηλά κτίρια, η αισθητήρια στέρηση βαθαίνει, και οι κάτοικοι είναι επιτιθέμενοι από την μονοτονία, τον θόρυβο, και άλλους ρύπους. Ο κόσμος του κυβερνοχώρου είναι από μόνος του ένα αστικό περιβάλλον, επιταχύνοντας την ριζική παρακμή της φυσικής παρουσίας και σύνδεσης. Ο αστικός χώρος είναι το συνεχώς αναπτυσσόμενο (κάθετα και οριζόντια) σύμβολο της κατατρόπωσης της φύσης και του θανάτου της κοινότητας. Αυτό που έγραψε ο John Habberton το 1889 δεν θα μπορούσε να είναι πιο βάσιμο τώρα: ‘Μια σπουδαία πόλη είναι μια μεγάλη πληγή – μια πληγή που δεν μπορεί να θεραπευτεί ποτέ.’ {28} Ή όπως ο Kai W. Lee απάντησε στην ερώτηση εάν η μετάβαση σε βιώσιμες πόλεις είναι κάτι που μπορούμε να φανταστούμε: ‘Η απάντηση είναι όχι.’ {29}

Οι Copan, Palenque, και Tikal ήταν πλούσιες πόλεις του πολιτισμού των Μάγια που εγκαταλείφθηκαν στο υψηλότερο τους σημείο, ανάμεσα στο 600 και 900 μ.Χ. Με παρόμοια παραδείγματα από διάφορες κουλτούρες, τονίζεται μια πορεία προς τα εμπρός για μας. Η λογοτεχνία της αστικοποίησης έχει μόνο αυξηθεί σκοτεινότερη και πιο δυστοπική τα πρόσφατα χρόνια, καθώς η τρομοκρατία και η κατάρρευση ρίχνουν τις σκιές τους στα πιο αστήρικτα προϊόντα του πολιτισμού: στις πόλεις του κόσμου. Γυρίζοντας από την αιώνια δουλεία και χρόνια ασθένεια της αστικής ύπαρξης, ίσως να αντλήσουμε έμπνευση από τέτοιους τόπους όπως των πρώιμων αυτοχθόνων οικισμών σε αυτό που ονομάζεται τώρα Los Angeles Riser. Τόποι όπου η σφαίρα της ζωής έχει τις ρίζες της στην ύπαρξη μας ως άρτια εκπαιδευμένοι άνθρωποι σε αρμονία με τη Γη.

[1] Joseph Grange, The City: An Urban Cosmology (Albany: State Univsersity of New York Press, 1999), p. xv.
[2] Edward Relph, Place and Placelessness (London: Pion Ltd., 1976), p. 6.
[3] Meanwhile, phenomena such as “Old Town” areas and historical districts distract from tedium and standardization, but also underline these defining urban characteristics. The patented superficiality of postmodern architecture underlines it as well.
[4] Max Weber, The City, translated by Don Martindale and Gertrud Neuwirth (Glencoe, IL: The Free Press, 1958), p. 11.
[5] ibid., p. 21
[6] Lewis Mumford, The Culture of Cities (New York: Harcourt, Brace and Company, 1938), p. 6. For all of the valid historical concent, Mumford can also lapse into absurdity, e.g. “the city should be an organ of love….” in The City in History (New York, Harcourt. Brace, 1961), p. 575.
[7] Michel de Certeau, The Certeau Reader, edited by Graham Ward (London: Blackwell Publishers, 2000), p. 103.
[8] Stanley Diamond, In Search of the Primitive (New Brunswick, NJ: Transaction Books, 1974), p. 7.
[9] ibid., p. I.
[10] Andrew Sherratt, Economy and Society in Prehistoric Europe (Princeton: Princeton University Press., 1997), p. 562.
[11] Arnold Toynbee, Cities on the Move (New York: Oxford University Press 1970), p. 173.
[12] Nicolas Chamfort, quoted in James A. Clapp, The City, A Dictionary of Quotable Thought on Cities and Urban Life (New Brunswick, NJ: Center for Urban Policy Research, 1984), p. 51.
[13] Jean-Jacques Rousseau, Emile, translated by Allan Bloom (New York: Basic Books, 1979), p. 355.
[14] Richard Sennett, Flesh and Stone: the Body and the City in Western Civilization (New York: W. W. Norton, 1994), p. 23.
[15] Friedrich Engels, The Condition of the Working Class in England (St. Albans: Panther Press, 1969), p. 75.
[16] Alexis de Tocqueville, Democray in America v. 2 (New York, Vintage, 1963), p. 141.
[17] Waller Benjamin, Illuminations, translated by Harry Zahn (New York, Schocken Books, 1969), p. 174.
[18] Kurt H. Wolff, The Sociology of Georg Simmel (New York: The Free Press, 1950), p. 413.
[19] Karl Marx, Grundrisse (New York, Vintage, 1973), p. 479.
[20] A typical and apposite work is Richard Harris, Creeping Conformity: How Canada Became Suburban, 1900–1960 (Toronto: University of Toronto Press, 2004).
[21] Very pertinent is Michael Bull, Sounding Out the City: Personal Stereos and the Management of Everyday Life (New York, Oxford University Press, 2000).
[22] This is not only true in the West. In Arabic civilization, for example, madaniyya, or civilization, comes from madine, which means city.
[23] Julia Kristeva, Strangers to Ourselves (New York: Columbia University Press, 1991), p. 192
[24] Toynbee, op.cit., p. 196
[25] Jacques Ellul, The Political Illusion (New York: Alfred A. Knopf, 1967), p. 43.
[26] James Baldwin, Nobody Knows My Name (New York, The Dial Press, 1961), p. 65.
[27] Peter Marcuse and Ronald van Kempen, editors, Of States and Cities: the Partioning of Urban Space (New York, Oxford University Press, 2002), p. vii.
[28] John Habberton, Our Country’s Future (Philadelphia: International Publishing Company, 1889), cited in Clapp, op.cit., p. 105.
[29] Kai N. Lee, “Urban Sustanability and the Limits of Classical Environmentalism,” in Environment and Urbanization 18:1 (April 2006), p. 9.

 
 
[Το κείμενο αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Green Anarchy #25, την περίοδο της άνοιξης και του καλοκαιριού του 2008.  Πηγή ελληνικής μετάφρασης: ferae-naturae-xvx.blogspot.gr. Πηγή πρωτότυπου: The Anarchist Library]