Η αποτυχία της επανάστασης [Kevin Tucker]

[το κείμενο σε αρχείο pdf]

Σύντροφε, δυστυχώς η επανάσταση έχει αποτύχει.

 

Αυτό είναι το συμπέρασμα στο οποίο έχω φτάσει την τελευταία δεκαετία. Δεν ήταν εύκολο να συμβιβαστώ με αυτή τη συνειδητοποίηση μιας και η επανάσταση, έμφυτη στο πυρήνα της αναρχικής σκέψης, ήταν το τελευταίο κομμάτι του αριστερισμού που κουβαλούσα μέχρι που κατάλαβα ότι ο «εχθρός» μου είναι ο πολιτισμός και όχι μόνο το κράτος.

 

Κατά ειρωνικό τρόπο, αντιστάθηκα στην σκέψη αυτή. Παρακάλεσα και ικέτευσα τον εαυτό μου να κάνει χώρο για μια επανάσταση ενάντια στον πολιτισμό, αλλά όλα αυτά τα χρόνια έχω συμβιβαστεί με την αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα. Οι επαναστάσεις είχαν και θα έχουν πάντα καθαρά πολιτικό χαρακτήρα.

 

Όπως έχω απολέσει μακριά τις βαθιά ριζωμένες πεποιθήσεις μου στον αναρχο-συνδικαλισμό εξαιτίας του αναχρονιστικού κυνισμού του για την ανθρώπινη φύση, μου έχει γίνει ολοένα και πιο σαφές ότι καμία αντίσταση στον πολιτισμό δε μπορεί να έρθει μέσα από αυτό το μυθικό, παραμυθένιο ιδανικό: καθώς είναι δεμένα με έναν απειλητικό, τεχνο-βιομηχανικό, πολιτικό, πραγματικό εφιάλτη. Οι αμφιβολίες μου έχουν έρθει στην επιφάνεια και η ιερή αγελάδα ήταν εκεί πριν από μένα: Ένα σαπισμένο πτώμα κινούμενο μέσα από μισές αλήθειες και ιδανικά με ποια απελευθέρωση μπορεί να μοιάσει; Όχι μόνο δεν θα μπορούσε ποτέ μια επανάσταση να φέρει μια μελλοντική πρωτόγονη ζωή, αλλά έχει γίνει όλο και πιο δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι θα φέρει οποιαδήποτε κοινωνία, πέρα από τη δυστοπία που οι πρόγονοι μας είχαν οραματιστεί.

 

Έτσι, πριν συντρίψω την επανάσταση για δική μου ευχαρίστηση, επιτρέψτε μου να της επιτεθώ για χάρη της.

 

Επανάσταση και Εκσυγχρονισμός

 

Το πρόβλημα με τις επαναστάσεις είναι ότι κάθε αποτυχία τους μπορεί τόσο εύκολα να δικαιολογηθεί. Δεν έχει σημασία ποιο είναι το ζητούμενο, η δημοκρατία, η αναρχία, ο φασισμός, ο κομμουνισμός, ο σοσιαλισμός, κ.λπ., υπάρχει πάντα κάτι στο προσκήνιο. Δεν πειράζει που η ανθρωπότητα δεν ήταν γραφτό να γίνει οργανωμένη και σίγουρα όχι σε οποιοδήποτε μαζικό, πολιτικό επίπεδο, υπάρχει πάντα κάτι άλλο που φταίει. Η έλλειψη βούλησης, εσωτερικών ή και εξωτερικών τάσεων και ούτω καθεξής. Δεν έχει σημασία πόσες φορές οι άνθρωποι έχουν προσπαθήσει, είναι απλά αδύνατο να βρούμε μια έστω επανάσταση που να ανταποκρίνεται στη δική της προπαγάνδα. Και αυτό περιλαμβάνει τις αγροτικές, βιομηχανικές και τεχνολογικές επαναστάσεις.

 

Ο κομμουνισμός έχει κολλήσει στο σοσιαλισμό. Ο αναρχισμός έχει κολλήσει στον κομμουνισμό. Οι εργατιστές έχουν κολλήσει στο βιομηχανισμό. Οι βιομηχανιστές έχουν κολλήσει στη θεωρία περί διανομής της γης. Ξανά και ξανά, το ίδιο αγωνιστικό μοτίβο επαναλαμβάνεται με διαφορετικά φανταχτερά, εκσυγχρονισμένα ρούχα. Και κάθε φορά, δεν μπορεί να ανταποκριθεί στην ενδυμασία του.

 

Ξανά και ξανά, το καρότο υποκύπτει στο ραβδί και το νεκρό χέρι της Προόδου ξεπλένει το αίμα από τους δρόμους. Όταν η θεωρητικοποιημένη επανάσταση αποτυγχάνει, η ιδεολογία γίνεται δύναμη.

 

Υπάρχει κάτι στην ανθρώπινη φύση που μας κάνει να μην θέλουμε να δουλεύουμε. Οι εγκέφαλοί μας δεν είναι καλωδιωμένοι για τον κόσμο της καθυστερημένης επιστροφής. Η Εκκλησία κηρύττει την αρετή της επιχείρησης. Το κράτος κηρύττει το ευαγγέλιο της συμμετοχής και της ενότητας μέσα από εθνικιστικές ατζέντες. Και είναι τόσο απλό όσο αυτό, οι άνθρωποι που υφίστανται την εκμετάλλευση στο ξημέρωμα μιας νέας εποχής πιάνονται στα γρανάζια της Προόδου. Το να δώσουμε τη ζωή μας για την κατασκευή του τίποτα είναι απλά πάρα πολύ για να το αντέξουμε. Η πραγματικότητα είναι πολύ καταθλιπτική ακόμα και για να κατανοήσουμε τις συνέπειες του να λέμε όχι στις διαφημιστικές εκστρατείες. Φοβόμαστε την αλήθεια: ότι οι ζωές μας ξοδεύονται για τον θρίαμβο της κενότητας.

 

Τα εργαλεία της προόδου παράγουν απλά χρησιμοποιούμενα και αναλώσιμα καύσιμα. Ωστόσο, οι αρχιτέκτονες μιας αναγκαστικής και σκηνοθετημένης προσπάθειας εκσυγχρονισμού της εξημέρωσης δεν μπορούν έτσι απλά να σταματήσουν στην άκρη του δρόμου και να πετάξουν τα αποτυχημένα ιδανικά τους.

 

Και οι ουτοπίες δημιουργημένες από τα απόβλητα αυτά δείχνουν μόνο την κούραση και την άρνηση να χάσουν την πίστη τους. Οι επαναστάσεις φέρουν τη μειλίχιο επιθυμία να ξελασκάρουν το δικό μας λουρί, να πιστεύουμε ότι η υποταγή μας μπορεί να είναι καλύτερη. Η πρόοδος εμπερικλείεται στο θάνατο της επιθυμίας. Γιορτάζουμε τη μετριότητα στο βωμό της νεωτερικότητας.

 

Ωστόσο, το δόγμα παραμένει. Δεν έχει σημασία πόσες αποτυχημένες και ημιτελείς επαναστάσεις ανεβαίνουν και πέφτουν μέσα από αυτό το δόγμα, αυτή την  ιδεολογία του δικαιώματος για τους καρπούς του πολιτισμού, η γενναιοδωρία μιας στραγγαλισμένης γης συνεχίζει να υπάρχει εντατικά.

 

Όλες οι επαναστάσεις δεσμεύονται στο χρόνο και τον τόπο τους. Μιλούν για την αθροιστική φύση της εξημέρωσης: την αποτυχία να δουν πέρα από το δικό τους κλουβί ή, πιο σωστά, το δικό τους χωράφι, το εργοστάσιο ή εργαστήριο … ή απλά το κατάστημα.

 

Σφηνωμένοι σε ένα μέρος της μηχανής του χρόνου, ο μόνος τρόπος είναι να μετατρέψουν τη δυστυχία τους σε πάθος: να απαιτήσουν την αξία τους. Οι αγρότες και οι έμποροι φτιάχνουν συντεχνίες, οι εργαζόμενοι συνδικάτα. Και εκείνη τη στιγμή της αυτοαποκαλούμενης αξίας, βρήκαν μια στιγμή έκστασης. Πήραν μια γεύση από την αρχέγονη ανάγκη μας για κοινότητα. Και μέσα από την απουσία της έριξαν ως υποκατάστατο της και αναζήτησαν έναν τρόπο για να την εξαπλώσουν στην αιωνιότητα.

 

Υπάρχει κάτι στην τρέλα του πλήθους. Υπάρχει μια αποδοχή και μια ευφορία, που μοιάζει αδιαμφισβήτητη. Το βλέπεις σε εξεγέρσεις, σε φεστιβάλ, σε μια μεθυσμένη κατάπληξη, ή σε οποιαδήποτε αμοιβαία απελευθέρωση από το άγχος. Μπορείς να το δεις στις εκκλησίες, στα γήπεδα ή τις συγκεντρώσεις: η ομοιότητα της κοινότητας που γεννιέται από το πνεύμα της έκστασης. Τα αυξημένα αισθήματα που επέφερε η «αμέθεκτη συγκίνηση της ομάδας σκόπιμα ενωμένης στη χαρά και την ανάταση», όπως σημειώνεται από την κοινωνιολόγο Barbara Ehrenreich στη μελέτη της για την κοινοτική έκσταση. [1] Είναι η αίσθηση που γεννά το σθένος για ένα επαναστατικό πνεύμα. Και σε αυτή την τρέλα, τα όνειρα έχουν νόημα: ο καρπός των κόπων μας θα μπορούσε να είναι δικός μας.

 

Αποκρουστικές Ουτοπίες

 

Ο εφιάλτης μετατρέπεται σε εθισμό.

Πιασμένος στην λαϊκίστικη παλίρροια, ο ιδεαλιστής μπερδεύει την απελπισμένη στάση τους για καθολική αλήθεια. Οι ιδεολόγοι επιδιώκουν να ελέγχουν και να κατευθύνουν την τρέλα στο δικό τους όραμα. Αλλά υπάρχουν πάντα αντικρουόμενες απόψεις και ελπίδες. Και κάτω από τις καθολικοποιημένες ουτοπίες έρχεται η επικείμενη αποτυχία της Επανάστασης.

 

Όπως και το ψέμα της Προόδου, οι ιδεολόγοι τοποθετούν την άποψή τους στη δική τους διαλεκτική της ιστορίας. Φαίνεται τόσο απλό και εύκολο, όταν το εναποθέτουν στη δική τους πεπατημένη. Για το μαρξιστή, η βιομηχανοποίηση και ο καπιταλισμός δημιουργούν γόνιμο έδαφος για τον κομμουνισμό με τον τρόπο του σοσιαλισμού. Για τον αναρχικό, ο κομμουνισμός είναι το φυσικό βήμα για μια απαλλαγμένη από την εργασία, συνεργατική αταξική κοινωνία. Η δυαδική, γραμμική κίνηση της ιστορίας κρύβεται πίσω από τη δράση τους.

 

Αλλά η ζωή δεν είναι ποτέ τόσο απλή. Η γραμμική πορεία των ιδανικών χτυπά συνεχώς στην κυκλική φύση της αγριότητας. Τα εδάφη στη Ρωσία αποξηράνθηκαν ενάντια στη Σοβιετική γενοκτονία εκείνων που τα εκμεταλλεύτηκαν. Η Πολιτιστική Επανάσταση της Κίνας έδωσε μια νέα ταχύτητα και σφοδρότητα στην εξάπλωση του οικοκτόνου πολιτισμού. Η Κούβα, παρά τις εξωτερικές πιέσεις, δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι αυτάρκης. Το Περού, η Νικαράγουα, η Χιλή, η Γουατεμάλα, καμιά δε θα μπορούσε να πείσει τους αυτόχθονες της μέσα από μια πολιτική του εθνικιστικού επείγοντος να ταΐσουν τους αστούς. Και οι ιδεολόγοι επιδιώκουν την ουτοπία με τη βία.

 

Και οι αναρχικοί παρέμειναν αδιάφοροι για πάρα πολύ καιρό σχεδόν σε κάθε περίπτωση. Μεταξύ των κομμουνιστικών και σοσιαλιστικών επαναστάσεων μπορείτε εύκολα να δείτε τους αναρχικούς να προσπαθούν να διαμορφώσουν ή να καθοδηγήσουν τις επαναστατικές εξεγέρσεις. Έφεραν το θαμμένο όνειρο οτι τελικά η διαλεκτική τους θα ξεσπάσει την κατάλληλη στιγμή. Σε αυτές τις στιγμές της έκστασης στάθηκαν στο πλευρό της Επανάστασης για χάρη της Επανάστασης. Και κάθε φορά απέτυχαν.

 

Κατά το Νοέμβριο της Ρώσικης Επανάστασης του 1917, η Emma Goldman υπερασπίστηκε το Λένιν και τον Τρότσκι «που κατέχουν τον κόσμο με δέος από την προσωπικότητά τους, το προφητικό όραμα τους, και το έντονο επαναστατικό πνεύμα τους». [2] Επηρεασμένη από τη διφορούμενη σύνθεση του επαναστατικού δόγματος, που έπαιξε σε μεγάλο βαθμό ρόλο στις εξεγερσιακές ιδέες των αναρχικών και μηδενιστών, η Goldman και ένας μεγάλος αριθμός αναρχικών εκείνη την εποχή αγνοούσε το γεγονός ότι οι Μπολσεβίκοι πήραν τα ηνία επειδή κατανόησαν καλύτερα ότι η επανάσταση πρέπει να καταλάβει την εξουσία. Ωθώντας την ίδια ενάντια στην υφή της ανθρώπινης διαίσθησης, ήταν τουλάχιστον πιο ειλικρινείς σχετικά με το να πάρουν τα όπλα και να προστατέψουν το ιδεολογικό οχυρό τους.

 

Ακόμη και ανάμεσα στις δικές τους τάξεις, μέχρι το 1920 ο Λένιν είχε πάει το επαναστατικό δόγμα στο πιο πλήρως ανοικτό συμπέρασμα του, δηλώνοντας: «Αν δεν είμαστε έτοιμοι να πυροβολήσουμε έναν σαμποτέρ και λευκό φρουρό, τι είδους επανάσταση είναι αυτή;» [3]

 

Με σοκ και δέος, οι αναρχικοί εξορίστηκαν και εκδιώχθηκαν από τους Σοβιετικούς. Ο Βολίν γλίτωσε τελευταία στιγμή από τα εκτελεστικά αποσπάσματα των Μπολσεβίκων, ενώ πίστευε ότι η συντροφικότητά τους στον αγώνα ενάντια στον καπιταλισμό τους ένωνε. Συνειδητοποιώντας το προφανές κατά την αντίληψη μιας επαναστατικής εκκαθάρισης, ο Βολίν εξιστόρησε μιλώντας με τον Τρότσκι πριν στραφούν τα όπλα:

 

«Είναι αναπόφευκτο ότι εσείς και εμείς θα πρέπει να έρθουμε σε σύγκρουση. Θα αρχίσετε να μας καταδιώκετε μόλις η δύναμή σας παγιωθεί. Και θα τελειώσετε με μας όταν μας πυροβολήσετε σαν τις πέρδικες …»

 

«- Έλα, έλα, σύντροφε,» απάντησε ο Τρότσκι. «Εσείς είστε άνθρωποι γουρουνοκέφαλοι- και αδιόρθωτοι ονειροπόλοι. Κοίτα, πως έχουν τα πράγματα πλέον, ποια είναι η διαφορά μεταξύ μας; Ένα μικρό θέμα μεθοδολογίας, εντελώς δευτερεύον. Εσείς, όπως και εμείς, είσαστε επαναστάτες. Όπως και εσείς, έτσι και εμείς είμαστε αναρχικοί, σε τελική ανάλυση. Το μόνο πράγμα είναι ότι θέλετε να εισάγετε τον αναρχισμό σας αμέσως, χωρίς μεταβατική περίοδο ή προπαρασκευή, ενώ εμείς οι μαρξιστές πιστεύουμε ότι δεν μπορεί κανείς να κάνει «άλμα» στον ελευθεριακό χώρο με ένα μόνο βήμα. Αναμένουμε ένα μεταβατικό στάδιο κατά το οποίο το έδαφος μπορεί να καθαριστεί και να εξομαλυνθεί για την αναρχική κοινωνία με τη βοήθεια μιας αντι-καπιταλιστικής πολιτικής εξουσίας. Με λίγα λόγια, δεν είναι παρά μια διαφορά βαθμίδας, τίποτα περισσότερο. Ουσιαστικά, είμαστε πολύ κοντά ο ένας στον άλλο. Αδερφέ των όπλων. Σκέψου αυτό: θα έχουμε έναν κοινό εχθρό να πολεμήσουμε. Θα μπορούσε να συμβεί ακόμη και σε μας να πολεμάμε ο ένας τον άλλον; Και ούτως ή άλλως, δεν έχω καμία αμφιβολία ότι γρήγορα θα πρέπει να πειστείς για την αναγκαιότητα μιας προσωρινής σοσιαλιστικής δικτατορίας του προλεταριάτου. Έτσι, πραγματικά δεν μπορώ να βλέπω κανένα λόγο για διαμάχη ανάμεσα σε εσάς και εμάς. Θα βαδίσουμε σίγουρα χέρι-χέρι. Και τότε, ακόμα κι αν δεν συμμεριζόμαστε τις ίδιες ιδέες, εσείς υπερεκτιμάτε τα πράγματα λίγο και λέτε ότι οι σοσιαλιστές θα χρησιμοποιήσουν ωμή βία κατά των αναρχικών! Έλα, έλα, για ποιους μας πέρασες; Τελοσπάντων, είμαστε σοσιαλιστές, σύντροφε Voline! Έτσι, δεν είμαστε εχθροί σου …»

 

«Τον Δεκέμβριο του 1919, τραυματισμένος σοβαρά, είχα συλληφθεί από τις στρατιωτικές αρχές των Μπολσεβίκων στην Μαχνοβίτικη περιοχή. Επειδή έκριναν ότι ήμουν μαχητικός «κάποιος που αντιστέκεται», οι αρχές κοινοποίησαν στον Τρότσκι τη σύλληψή μου μέσω ενός ειδικού τηλεγραφήματος ζητώντας την άποψή του για το πώς θα πρέπει να με αντιμετωπίσουν. Η απάντησή του έφτασε ζωηρά, λακωνικά και ξεκάθαρα – με τηλεγράφημα: «Πυροβολήστε τον στο χέρι. Τρότσκι»’ δεν με πυροβόλησαν, χάρη σε ένα σύνολο από ιδιαίτερα ευτυχείς και πολύ τυχαίες περιστάσεις». [4]

 

Και το ίδιο μοτίβο επαναλαμβάνεται σε όλη την ιστορία. Η στήριξη των αναρχικών στις τάξεις του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου αντικατοπτρίζει φρικτά την κατάσταση στη Ρωσία. Ακόμη και όταν μίλησε για την κατάσταση στη Ρωσία, η Goldman συνέχισε μάταια να εκπλήσσεται από το «κομμουνιστικό σαμποτάζ της επανάστασης»[5]. Στην Κούβα, οι αναρχικοί εξακολουθούν να ζουν κατατρεγμένοι. Και από το περιθώριο φωνάζουν για την αδικία και την προδοσία της επανάστασης: προδοσία στο προλεταριάτο.

 

Τα προβλήματα είναι συστημικά. Όχι μόνο κομμουνιστικά, καπιταλιστικά ή φασιστικά συστήματα, αλλά κάθε μαζικού επίπεδου συνθετική κοινωνική οργάνωση. Είτε αναρχικοί αντιτίθενται στο κράτος είτε όχι, λαδώνουν τα γρανάζια μιας απαραίτητης γραφειοκρατίας και για τις ανάγκες μιας κρατικά δομημένης κοινωνίας. Σε σύγκριση με τους υπόλοιπους, οι αναρχικοί διαφέρουν μόνο στην έλλειψη φαντασίας για την κατανόηση αυτού του σημείου.

 

Αλλά θα μπορούσαν να συνεχίσουν να πλασάρουν αυτή τη γραμμή για τόσο πολύ καιρό αποκλειστικά και μόνο επειδή ποτέ δεν μπόρεσαν να πάνε πιο μακριά. Αυτό που με ζήλια ονόμασε ο Yves Fremian «οργασμοί της Ιστορίας» [6] ήταν απλώς πρόωρες ονειρώξεις. Το αποτέλεσμα της διαλεκτικής τους ήταν απλά η ψευδαίσθηση της γλωσσολογίας. Οι κόκκινοι αναρχικοί μίλησαν για την ανάγκη αύξησης της παραγωγής όπως και οι σοσιαλιστές: μια ανάσα πίσω από τις γιορτές ευφορίας των συμβουλίων μεθυσμένοι όπως ήταν από τα αποτελέσματα της προόδου.

 

Στις επικρίσεις του σχετικά με τη ρώσικη επανάσταση ο Alexander Berkman ισχυρίστηκε πως ο αρχικός ενθουσιασμός του βασίστηκε στην παραδοχή ότι η επανάσταση ήταν «η μόνη που κατήργησε στην πραγματικότητα το καπιταλιστικό σύστημα σε πανεθνική κλίμακα, και μετέβαλε ριζικά όλες τις κοινωνικές σχέσεις που υφίσταντο μέχρι τότε.» [7] Αυτό ιστορικά γελοιοποιήθηκε μετά τη συνειδητοποίηση της πραγματικότητας που έδειχνε ότι οι δικές του παγιωμένες αντιλήψεις για τη φύση του Προλεταριάτου, τους αγώνες και τους στόχους του δεν ήταν πιο κοντά στην πραγματικότητα απ’ ότι του Λένιν ή του Τρότσκι. Χωρίς την εξορία του από τη Ρωσία, είναι αδύνατο να σκεφτούμε ότι ο Berkman θα είχε κάνει πολύ διαφορετικά αν οι ρόλοι είχαν αντιστραφεί.

 

Όπως οι χειραγωγούμενοι προλεταριακοί προπαγανδιστές της εποχής, ο Berkman έπαιξε στις ίδιες γραμμές:

 

«Θα πρέπει να καταστεί σαφές ότι η κοινωνική επανάσταση απαιτεί πιο εντατική παραγωγή από ό,τι υπό τον καπιταλισμό, προκειμένου να καλύψει τις ανάγκες των μεγαλύτερων μαζών που μέχρι τότε ζούσαν στην ένδεια. Αυτή η μεγαλύτερη παραγωγή μπορεί να επιτευχθεί μόνο από τους εργάτες που έχουν ήδη προετοιμάσει τους εαυτούς τους για τη νέα κατάσταση. Η εξοικείωση με τη διαδικασία της βιομηχανίας, η γνώση των πηγών εφοδιασμού, και η αποφασιστικότητα να πετύχουν, θα ολοκληρώσει το έργο. … Η επανάσταση ξυπνάει πάντα ένα υψηλό βαθμό ευθύνης». [8]

 

Τα τεκμήρια του Berkman έχουν αποτύχει στο πεδίο των δοκιμών μετά από τη δοκιμή πεδίου. Είτε πρόκειται για την αδυναμία των σοσιαλιστών της Νότιας Αμερικής να συμβάλουν στην στήριξη των «αγροτών» ή ακόμη και το περίφημο ρωσικό παράδειγμα του 1921 κατά τη διάρκεια της εξέγερσης της Κρονστάνδης, όταν οι διαμαρτυρίες μεταξύ των απρόθυμων και μη ενθουσιωδών εργατών κατέληξαν σε απεργία έχοντας τα όπλα της Επανάστασης στραμμένα προς αυτούς. Η Goldman δεν φαίνεται να αισθάνεται την ειρωνεία αποδίδοντας τις απεργίες σε ένα χειμώνα που ήταν «εξαιρετικά δύσκολος, και οι άνθρωποι της πρωτεύουσας υπέφεραν έντονα από το κρύο, την πείνα και την εξάντληση. Ζήτησαν αύξηση στο συσσίτιο, κάποια καύσιμα και ρούχα». [9]

 

Ανάμεσα στις πολλές αποτυχίες της επανάστασης, το να ξυπνήσει «έναν υψηλό βαθμό ευθύνης» φαίνεται να ταξινομείται αρκετά υψηλά. Η επανάσταση προσανατολίζεται και οδηγείται ώστε οι αναρχικοί να επαιτούν και να επικαλούνται το γεγονός ότι αυτό οφείλεται στην πορεία της επανάστασης, όχι στη φύση της κοινωνίας, πού είναι όμως ένα παράδειγμα για το αντίθετο; Θα μπορούσε αυτό να είναι δυνατό; Ακόμη πιο σημαντικά, θα άξιζε να περιμένουμε για αυτό; Έχουν οι αναρχικοί του παρελθόντος ή του παρόντος αποδώσει κάποια διορατικότητα και ύστερα γνώση στην αναγνώριση του γιατί οι επαναστάσεις αποτυγχάνουν τους στόχους των αναρχικών και μόνο, θα ήμουν πρόθυμος να διασκεδάσω την έννοια. Αλλά όταν η εκστατική οργή των μαζών συνενωθεί, είναι σαν να πατιέται ένα κουμπί διαγραφής στην μηχανή της προπαγάνδας και τα αναπόφευκτα (και δίκαια) συναισθήματα θυμού αφήνονται σε μια αιματηρή συνέχεια όταν τα όπλα στραφούν αλλού.

 

Ομοίως ο Ερρίκο Μαλατέστα, στην επιθυμία του για επανάσταση καλούσε τους εργάτες γης «να μην αναγνωρίζουν το δικαίωμα ιδιοκτησίας των γαιοκτημόνων, αλλά να συνεχίζουν και να εντείνουν την παραγωγή για λογαριασμό τους», ενώ οι βιομηχανικοί εργάτες «θα πρέπει να πάρουν στην κατοχή τους τα εργοστάσια και να συνεχίσουν και να εντείνουν την παραγωγή για δικό τους όφελός και για ολόκληρης της κοινότητας ». [10] Και πάλι, υπάρχει ένας λόγος που δεν το βλέπετε αυτό να συμβαίνει. Για να είμαστε δίκαιοι, οι απεργοί της Κρονστάνδης δεν είχαν πάρει τα οφέλη από την αύξηση της παραγωγής, αλλά και οι εξίσου πιεσμένοι και απρόθυμοι «εργάτες γης» συνάντησαν κοινή μοίρα, αν και με λιγότερο οργανωμένο τρόπο. Ο Μαλατέστα ήταν μόνο ένα βήμα μπροστά από τους συγχρόνους του, για την αντιμετώπιση των αγροτών ως νεκρή τάξη. Είναι πιο πιθανό να μοιράζονταν τις αυταπάτες της προόδου που οι πρώην Ρώσοι σύμμαχοι του πραγματοποιήσαν: «Η ανάγκη των Μπολσεβίκων να ζήσουν από τη γη τους εξέπληξε ίσως περισσότερο από ότι εξέπληξε τους αγρότες» [11].

 

Έξω από την εξουσία, έξω από την πολιτική, οι ουτοπίες τους έλαμπαν σαν αυταπάτη. Αν τους δινόταν η ευκαιρία, είναι σίγουρο ότι δεν θα ακολουθούσαν το δρόμο των σοσιαλιστών; Θα μετρούσε άραγε καθόλου διαφορετικά η χρηστική «βούληση του λαού»;

 

Έχουμε ακόμη να δούμε, αλλά οι κόκκινοι αναρχικοί δεν θα έχουν ποτέ την ευκαιρία να αποδειχθούν λάθος.

 

Στην εύφορη αυταπάτη, οι αναρχικοί παρεξηγούν την οργή και τη δυσαρέσκεια, όπως ακριβώς κάνουν οι σοσιαλιστές και οι φασίστες. Το όραμά τους απέτυχε να κατανοήσει ότι το πρόβλημα δεν ήταν η εξάπλωση του πλούτου, αλλά η παραγωγή αυτού: μια αδιαμφισβήτητη ανάγκη για εργασία. Η προλεταριακή θέληση με την οποία οι σοσιαλιστές γέμισαν τη πίστη τους αποδείχθηκε κενή νοήματος, καθώς την επομένη της Επανάστασης ακολούθησε η επιστροφή στην εργασία. Η αντι-διαισθητικότητα της μηχανής θρέφει ακόμα το λήθαργο. Η ενορχήστρωση της μηχανής κάλεσε πίσω τους καπιταλιστές που συνέταξαν τα σχεδιαγράμματα για μια ακόμη φορά.

 

Η «Μετάβαση» έγινε δικαιολογία.

 

Επανέρχεται στην τρέλα, την ευφορία, την ομαδική θεραπεία των συμβουλίων, των συνδικάτων, μια κοινή κατάσταση ή την ταυτότητα. Σε αυτές τις στιγμές, η έξαρση έδωσε ένα πρόσωπο και ένα όνομα. Έδωσε ένα όνομα στο ραβδί που ταλαντευόταν, στο χρυσό καρότο. Και σε αυτές τις στιγμές, η μάζα θα μπορούσε σχεδόν να το μυρίσει.

 

Αλλά η μυρωδιά εξασθενίζει. Η δυσωδία της κοπριάς, η θερμότητα του λιωμένου σιδήρου, ο βήχας του ανθρακωρύχου, το κομματιασμένο σώμα του υλοτόμου, η πείνα του αρτοποιού, οι άδειες θάλασσες, το σημαδεμένο πρόσωπο της γης, όλα αυτά τα συναισθήματα κέρδισαν. Οι κούφιες υποσχέσεις για ένα καλύτερο αύριο έμοιαζαν πάρα πολύ με τη μπαγιάτικη επίγευση του χθες.

 

Και εκεί είναι όπου οι επαναστάσεις πεθαίνουν.

 

Η πορεία θανάτου της προόδου, η κορυφή της πολιτισμένης ύπαρξης είναι πάντα μακριά. Η οργή των στερημένων δεν μπορεί να ξεγελιέται για πάντα. Στο τέλος, ένα μέρος της ψυχής μας ξέρει πάντα ότι το μόνο πράγμα που τραγουδάει στο ανθρακωρυχείο είναι το καναρίνι. [Σ.τ.μ.: τα καναρίνια χρησιμοποιούνταν από τους ανθρακωρύχους λόγω της ευαισθησίας τους στα δηλητηριώδη αέρια μέσα στις στοές, η έκφραση χρησιμοποιείται σαν προμήνυμα των κακών που έπονται.]

 

Η Αντι-Φύση του κράτους

 

Θα ήταν ανέντιμο να ισχυριστούμε ότι η έλλειψη του ενθουσιασμού μου για τους επαναστάτες αναρχικούς και τις επαναστάσεις στο παρελθόν είναι αποκλειστικά εξαιτίας μιας ακατέργαστης υποτίμησης της βούλησης του λαού. Δεν υπάρχει καμία εξαίρεση για τη γενοκτονία και την οικοκτονία που προκαλούν τα προνόμια της Προόδου μεταξύ των επαναστατών.

 

Αν υπάρχει ένα μέρος που η περιφρόνησή μου για την επαναστατική τύφλωση διογκώνεται, είναι σε μεγάλο βαθμό στα επιτεύγματα όποτε και όπου συνέβησαν έστω και για λίγο. Ποτέ δεν παύει να με εκπλήσσει, όταν οι αναρχικοί αναφέρουν τα λίγα αδρά παραδείγματα των καταναγκαστικών και προσωρινών «αυτόνομων ζωνών» ως μια γεύση της αναρχίας στη πράξη. Για όλες τις επαναστάσεις, για όλα τα κατειλημμένα και αναγεννημένα μέρη, υπάρχει μια καταστροφική, σκόπιμη προσπάθεια για συγκέντρωση κόσμου και σπάνια έχει κάτι να δείξει αυτό.

 

Επιστρέφοντας στο τρομακτικό υγρό όνειρο της ιστορίας του Fremion, του τρέχουν τα σάλια πάνω από τη λίστα του εκσυγχρονισμού και της τεχνολογικής ανδρείας που τέθηκε σε εφαρμογή κατά τη διάρκεια της Ισπανικής Επανάστασης. Είτε πρόκειται για το φράγμα που χτίστηκε για να φέρει νερό σε «ένα εκατομμύριο αμυγδαλιές», το οποίο ονόμασε επίσης ένα «πραγματικό οικονομικό θαύμα» λόγω της ταχύτητας της κατασκευής του. Είτε πρόκειται για τη νέα τροφή πουλερικών, τα «900 νέα στιλ παπουτσιών», ή για το ότι οι εργαζόμενοι δεν είχαν, κατά τα λεγόμενά του, «κανένα δισταγμό στην εκτροπή ρευμάτων, την εκκαθάριση των εκτάσεων, την ανέγερση μύλων, τη δημιουργία αγροκτημάτων, και εστιατορίων», ενώ στα καταστήματα «αναλάμβαναν ακόμη την ευθύνη για τα χρέη που προέκυπταν από τους προηγούμενους καπιταλιστές ιδιοκτήτες».[12] Δεν μπορώ να καταλάβω που τα υποκειμενικά ψέματα και η καταστροφή της προόδου μεταβλήθηκαν.

 

Θα πρέπει να συγχωρέσετε την απουσία ενθουσιασμού μου για αυτό που φαίνεται σαν καθαρή αναθεωρητική ιστορία, υστέρα από τις αποτυχίες της επανάστασης. Στα μάτια των εκπολιτιστών, ο αγνωστικιστικός εφιάλτης τύπου Blake του Fremion είναι συνήθως αναπόσπαστο μέρος της ταχύτητας εκσυγχρονισμού που αναλαμβάνει κάθε επανάσταση. Η Ρωσική Επανάσταση πέτυχε τεράστιες ανακατασκευές σε ένα σχεδόν κατεστραμμένο οικοσύστημα, με τη χρήση λιπασμάτων και τεχνολογικά καθοδηγούμενων μεθόδων καλλιέργειας για να εξαθλιώσει ίσως για ένα ακόμη αιώνα με την πλήρη οικολογική καταστροφή στην περιοχή. Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί για την ταχεία κατασκευή φραγμάτων στην Κίνα μετά την επανάσταση.

 

Όταν οι επαναστάτες ενσωματώνουν τις επιθυμίες τους με εκείνες του κράτους και τις ανάγκες του, γίνονται οι σημαιοφόροι για την καταστροφή της γης.

 

Τα κράτη ή οι κρατικά δομημένες κοινωνίες είναι εγγενώς μη-βιώσιμες και όσο μεγαλύτερη είναι η εξάρτηση από την τεχνολογία και την ανάγκη να αναπτυχθεί, τόσο εντονότερη είναι η οικολογική καταστροφή. Είμαστε εγγενώς νομαδικά όντα. Αυτό που μας επέτρεψε να ζήσουμε για τόσο πολύ καιρό, μέχρι σήμερα πέρα από τα μέσα και την ανάγκη για κοινότητα και αγριότητα είναι κατά ειρωνικό τρόπο η προσαρμοστικότητα μας. Αυτό που μας κράτησε μία φορά από το να γίνουμε υπερεξαρτημένοι από οποιαδήποτε συγκεκριμένη πηγή τροφίμων ή εξειδικευμένη οικολογία έχει κρατήσει το σώμα μας να πολεμά ενάντια στο καρκινογόνο κοκτέιλ που είναι ο αέρας που αναπνέουμε, το νερό που πίνουμε και βρομίζουμε.

 

Τίποτα δεν έχει συμβεί τα τελευταία δέκα χιλιάδες χρόνια ή και περισσότερο στις κοινωνίες που δομήθηκαν ή κατακτήθηκαν, που να έχει αλλάξει ουσιαστικά την ύπαρξή μας: το μυαλό μας, το σώμα και τις αισθήσεις. Ο βασικός ρόλος της προόδου, αν σταματήσουμε να κοιτάζουμε προς ένα μέλλον απελευθερωμένο από τον τεχνοεθισμό, είναι να διαχωρίζει αυτές τις ανάγκες και να τις επανασυναρμολογεί γύρω από τις κοινωνικά κατασκευασμένες απαιτήσεις μιας κοινωνίας που βρίσκεται στο χείλος της καταστροφής. Είτε ενσαρκώνουμε το πνεύμα της εξημέρωσης και κάνουμε άλμα στο χείλος του γκρεμού πάντα ως αναρχικές συλλογικότητες είτε ως εξωπραγματικοί αδίσταχτοι καιροσκόποι δεν αλλάζει τίποτα σχετικά με τις παγιωμένες ανάγκες όλων των λαών και των κοινωνιών.

 

Δεν έχει σημασία πόσο σκληρά παλεύει κανείς εναντίον του κράτους, ή για αυτό ή για κείνο το θέμα, εξακολουθούμε να έχουμε ανάγκη για φαγητό, νερό και αέρα. Το επαναστατικό πνεύμα, ανεξάρτητα από το πόσο απελευθερωμένο πιστεύουν οι προπαγανδιστές του ότι είναι, δεν μπορεί να θρέψει τον εαυτό του. Ακόμη και πέρα από την ικανοποίηση των αναγκών μας για την κοινότητα και την αγριότητα, εμείς απλά δεν μπορούμε να επιβιώσουμε με ιδεολογία και φιλοσοφία και τις κοινωνικές συμβάσεις. Οι επαναστάσεις αποτυγχάνουν επειδή διαιωνίζουν μια κοινωνία ή ένα κοινωνικό πεδίο που δεν μπορεί, δεν ήταν και δεν θα είναι ποτέ σε θέση να διατηρήσει τον εαυτό του για οποιοδήποτε παρατεταμένο χρονικό διάστημα.

 

Και αυτό είναι σίγουρα κάτι για το οποίο δεν έχω κανένα ενδιαφέρον να παλέψω ή να πλαισιώσω.

 

Με το να είναι προσηλωμένο στο κράτος ή στο κράτος ως εχθρό, το σύνθημα της Επανάστασης είναι να ενωθούμε εναντίον ενός εχθρού και κάθε ενδιαφερόμενο μέρος ελπίζει ότι είναι η διαλεκτική του ή η ανομολόγητη επιθυμία του που εκρήγνυται. Όπως έχουμε ήδη δει εδώ και οπουδήποτε στον κόσμο, όπου ένα επαναστατικό δόγμα εκτυλίσσεται, απαιτεί ντροπιαστικές συνεργασίες που σπάνια έχουν θετικά αποτελέσματα.

 

Και ελάχιστοι είναι πιθανότερο να πέσουν σε αυτή τη πλάνη απ’ ότι οι εξεγερσιακοί.

 

Η εξεγερσιακή Πλάνη

 

Απ’ όλους τους τύπους του αναρχισμού, κανείς δεν χορεύει με την ευφορία περισσότερο από τους εξεγερσιακούς. Θα πρέπει να διευκρινίσω ότι δεν είναι όλοι οι εξεγερτικοί αναρχικοί εξεγερσιακοί. Η διάκριση που κάνω είναι όταν η εξέγερση είναι ο μοναδικός τελικός στόχος, η ιδέα είναι ότι μια τεράστια αναταραχή θα επιφέρει θετικές αλλαγές. Οι εξεγερτικοί αναρχικοί μπορεί να συνοδεύουν τις ελπίδες τους για την εξέγερση με μια μεγαλύτερη γειωμένη κριτική. Αυτό στο οποίο αναφέρομαι συγκεκριμένα εδώ είναι οι μηδενιστές αναρχικοί που ασκούν κριτική με την πολύ-αστεία ελπίδα για μεταμόρφωση μέσα από την καταστροφή, χωρίς στόχο. Γεννημένοι μέσα από μια μηδενιστική παρόρμηση και επαναστατική θέρμη, οι εξεγερσιακοί απαιτούν έξαρση. Σε μια εγωιστική πράξη ανοχής, οι εξεγερσιακοί αναρχικοί βιώνουν τη χαρά στη δόξα του ατόμου.

 

Νιώθουν την ποίηση των οδομαχιών σαν χορό. Η συντριβή όλων όσων έχουν σχέση με την «παλιά τάξη» είναι σαν μια χορωδία. Ο Μπακούνιν απεικόνισε την οργή όταν δήλωσε ότι η «επιθυμία για καταστροφή είναι μια δημιουργική επιθυμία». Η ανέφικτη αίσθηση του επείγοντος και η καταδίκη των ιδεολόγων κραυγάζει από την ίδια οργή που οι επαναστάτες προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν. Κάθε πράξη αυτο-έκφρασης και θυμού αγγίζει πιο κοντά τον ιερό εαυτό. Το Εγώ υποκλίνεται στην αντανάκλασή του και εθίζεται στην ευφορία έως ότου δεν μπορεί πλέον να φανταστεί ένα καθαρότερο όραμα απελευθέρωσης.

 

Όμως, όπως είδαμε, αυτή η ευφορία δεν μπορεί να διαρκέσει για πάντα.

 

Ο εξωπραγματικός Εγωιστής έχει απομονώσει τον εαυτό του, μπερδεύοντας τη χαρά με την καθαρότητα, και εκτρέφοντας μόνο την επαναστατική αυταπάτη. Εναγκαλισμένος με το άγνωστο, αντιλαμβάνεται την πορεία της προόδου, φθάνοντας σε ένα άγνωστο μέλλον και απαιτώντας την απέραντη δυναμική της.

 

Και το άγνωστο επεκτείνεται σε όλες τις πτυχές της ζωής. Ο Μαξ Στίρνερ, πρωτοπόρος εγωιστής αναρχικός που παραμένει η βασική πηγή για το εξεγερσιακό δόγμα δήλωσε περίφημα ότι «όλα τα πράγματα για μένα δεν είναι τίποτα» [13], σε δήλωσή της αμφισβήτησης του προς μια κοινωνία, βλέποντας την αλληλεξάρτηση ως αδυναμία. Στο όραμά του, μόνο όταν τα άτομα αναγνωρίσουν τη μοναδικότητά τους θα μπορέσουν από μόνα τους να συνδεθούν σε οποιοδήποτε αναρχικό επίπεδο. Βλέποντας την κουρελιασμένη κοινότητα του κράτους, έκανε το συνηθισμένο λάθος να κατηγορήσει την ανθρώπινη φύση και όχι απλώς τις κοινωνικές συνθήκες του πολιτισμού. Και αντικατοπτρίζοντας τα λάθη της εξημέρωσης θεώρησε πως το άτομο είναι η μόνη βάση για την κατανόηση και σύνδεση με τον κόσμο. Η αλληλεξαρτώμενη κοινότητα της αγριότητας αγνοήθηκε και απομακρύνθηκε από τη γη, από την κοινότητα, η «Ένωση των Εγωιστών» του Στίρνερ μπορεί να παραμείνει μόνο ένα όνειρο. Και ο μηδενιστής Εγωιστής μπορεί να αναζητήσει μόνο τη δική του απελευθέρωση στο τίποτα, σε κάποια καθαρή απομόνωση από το περιβάλλον. Και όπως κάθε φιλοσοφική αναζήτηση, δεν μπορεί ποτέ να είναι πλήρης.

 

Επεκτείνοντας τη δύναμη του στιρνερικού πολύτιμου εαυτού πέρα από το σώμα του, θα μπορούσε να έχει αναγνωρίσει την ειρωνεία έχοντας πεθάνει από δάγκωμα κουνουπιού. [14] Δυστυχώς, οι ποιητικοί εγωιστές και μηδενιστές που ακολούθησαν δεν έλαβαν ούτε αυτό υπόψιν. Η ρητορική των εξεγερσιακών πηγάζει από αυτή τη μολυσμένη έννοια του εαυτού, όπως ορίζεται από τον πολιτισμό και, ακόμα χειρότερα, από τη νεωτερικότητα και επιδιώκει την πηγή της αλλαγής στο ότι οι κατεστραμμένες ψυχές μας είναι ικανές να συνειδητοποιηθούν σε μια στιγμή της εξέγερσης μέσα στο τσιμέντο και τα ατσάλινα κλουβιά του εκσυγχρονισμένου περιβάλλοντος.

 

Πιστεύω ότι είναι μέσα στην ίδια τη φύση μας, να μπορούμε να βρούμε και να αναγνωρίσουμε τι είναι λάθος στη ζωή μας, αλλά για εντελώς διαφορετικούς λόγους απ’ ότι οι εξεγερσιακοί. Αν και πιστεύουν ότι δεν υπάρχει ανθρώπινη φύση και ότι το μέλλον είναι άγραφο, εγώ βλέπω το αντίθετο και με μια απελευθερωτική έννοια. Είναι οι επαφές μας που μας δίνουν νόημα, η κοινότητά μας, ο τόπος μας μέσα στην αγριότητα. Ο Πολιτισμός διαιωνίζεται αμφισβητώντας το νόημα της ζωής, όχι από τις άγριες κοινότητες. Πιστός στους τύπους, ο μηδενιστής και ο εγωιστής απορρίπτει την αμφισβήτηση, διαψεύδοντας τη δυνατότητα να γνωρίζει. Παίρνει το λιγότερο σύντομο μονοπάτι για το πιο απλό συμπέρασμα: ότι ξέρουμε μέσα μας να αισθανόμαστε και να βιώνουμε τι είναι η ζωή, χωρίς εξωτερίκευση.

 

Τη διαδρομή των εξεγερσιακών, αν τη πάρει κανείς από την προπαγάνδα τους και όχι από τις ανείπωτες ελπίδες τους δεν μπορεί να έχει κανένα τέλος και καμία κοινότητα. Η ζωή γίνεται μια συνεχής προσπάθεια, γεννημένη αρχικά από διαμάχες και εξεγέρσεις ενάντια σε μια πραγματικά επιβεβλημένη κατάσταση, υπάρχει απ’ την άλλη μέσα από τη διαλογή δοκιμής-λάθους με το χάος της εξημέρωσης χωρίς γείωση. Το δόγμα που παράγεται, όσο εκπνευστικό και αν είναι, δαγκώνει σκληρά στις κοινωνικές σχέσεις, όπως η οικογένεια και η κοινότητα χωρίς να αναγνωρίζει ότι η ανάγκη για την κοινότητα είναι αυτό που κεντρίζει τους εκπολιτιστές σε όλα τα επίπεδα στο να διαχωρίσουν και να επανασυναρμολογήσουν τα κοινωνικά δίκτυα σαν το άθροισμα όλων των μερών να ήταν ίσο με το σύνολο. Οι σχέσεις που έχουμε ως πολιτισμένα όντα είναι χωρίς αμφιβολία αντεστραμμένες εκδόσεις των άγριων ξαδέρφων μας, ενώ η πλήρης απόρριψη και η αναζήτηση για ένα νέο σημείο εκκίνησης αγνοεί ποιοι είμαστε και τι χρειαζόμαστε. Αυτό παραγκωνίζει περαιτέρω το πραγματικό ζήτημα του γιατί η εκπολιτιστική διαδικασία λειτουργεί ως επί το πλείστο για τη μετατροπή εγγενώς άγριων ανθρώπων σε ήμερους καταναλωτές και πολίτες.

 

Ο εξεγερσιακός Feral Faun ως στίρνερνικη ηχώς:

 

«Όλες οι κοινωνικές σχέσεις έχουν τη βάση τους στην ατέλεια που παράγεται από την καταστολή των παθών και των επιθυμιών μας. Η βάση τους είναι η ανάγκη μας για τον άλλον. Χρησιμοποιούμε ο ένας τον άλλον». [15]

 

Συνεχίζει έπειτα να εμμένει στα πάθη και στις επιθυμίες των ατόμων ως το σημείο της έκρηξης και της δυνατότητας εξέγερσης. Και αυτό το συναίσθημα αντανακλάται μέσα σε όλη την εξεγερσιακή προπαγάνδα μέσα στο χρόνο.

 

Το δόγμα γίνεται τόσο αφελές όσο και οι ταραχές που διαιωνίζουν τον πολιτισμό. Ένα πρόσφατο παράδειγμα είναι ένα εξεγερσιακό περιοδικό που με τόλμη δήλωσε στο εξώφυλλό του “Για το τίποτα, Εναντίων Όλων». [16] Αυτές οι τυποποιημένες γραμμές είναι ποιητικές ασυναρτησίες που έχουν χρησιμοποιηθεί αποτελεσματικά από οποιονδήποτε ευγενή ιδεολόγο από τον Τρότσκι μέχρι τον Χίτλερ και με τους αναρχικούς να μοιράζονται την ασάφεια μεταξύ τους.

 

Αυτό που είναι χειρότερο ακόμα και από το να πιστέψεις στα λεγόμενα των εξεγερσιακων είναι να πιστέψεις ότι δεν ακολουθούν μια ιδεολογική γραμμή στα καλέσματά τους για ελπίδες και επιθυμίες. Σε όλες τις προηγούμενες επαναστάσεις υπήρχαν εξεγερσιακά φυλλάδια που έπαιζαν ένα κεντρικό ρόλο στην στρατολόγηση και τη συνεχή επιμονή, αλλά όταν ο καπνός καθαρίζει η ελπίδα της επανάστασης ξεπλένεται από τις προσδοκίες με τη μεγαλύτερη δριμύτητα. Στην έλλειψη οράματος, το δόγμα περισσεύει. Γι ‘αυτό το λόγο οι μηδενιστές ενέπνευσαν τους καταστασιακούς που μύριζαν το όμορφο εξεγερσιακό δόγμα μέσα σε μια ποιητική κριτική της νεωτερικότητας, όπου ο Guy Debord θα μπορούσε να αναφέρει ότι η επιτυχία της παραγωγής και της αφθονίας «βιώνεται από τους παραγωγούς της μόνο ως μια αφθονία της κατοχής» [17] και ο Raoul Vaneigem θα μπορούσε να διακηρύξει ότι «έχουμε έναν κόσμο των απολαύσεων να κερδίσουμε και τίποτα να χάσουμε εκτός από την πλήξη» [18], ενώ τελικά αμέλησαν την εξουσία των εργατικών συμβουλίων.

 

Είμαστε όντα με περιεχόμενο. Έχουμε ανάγκες. Στιγματιστήκαμε από τις ιδιοτροπίες των εξημερωτών, είμαστε χαμένοι, αλλά η ζημία μας δεν είναι ποτέ τελειωτική, ούτε μη αναστρέψιμη.

 

Η εξημέρωση είναι η διαδικασία της τιθάσευσης της αγριότητας, μια διαδικασία, αλλά όχι μια τετελεσμένη πράξη. Λειτουργεί εφ’ όσον το περιβάλλον είναι ελεγχόμενο, διατηρείται ως αντανάκλαση της γραμμικής κίνησης των εκπολιτιστών. Η οργή που επιδιώκουν οι επαναστάτες, η εξεγερσιακή λάμψη, η φασιστική, η ιερατική και πολιτική καταδίκη είναι  η επίμονη άρνησή μας να πεθάνουμε εσωτερικά. Πνιγμένη, αρνούμενη, και παραμορφωμένη, η οργή μας διαρρέει την περιφρόνηση για την κατάστασή μας.

 

Κατά μία έννοια, οι εξεγερσιακοί το γνωρίζουν αυτό. Βάζουν τη τυφλή πίστη τους σε αυτό. Ζητούν την υποταγή στην αδέσμευτη από τις περιστάσεις επιθυμία, ακόμη και όταν αυτές οι παρορμήσεις προέρχονται από μια πολιτισμένη θέληση για δύναμη και σφοδρή επιθυμία. Άλλη μια λανθασμένη αντίδραση σε μια αποδυναμωμένη ζωή. Όσο συναρπαστικές κι αν είναι οι στιγμές της εξέγερσης, ακόμα και αν μπορούν να ανοίξουν την πόρτα, ποτέ δεν οδηγούν πολύ μακριά από μόνες τους.

 

Είμαστε όντα με περιεχόμενο. Έχουμε ανάγκες. Η μηδενιστική άρνηση αυτού είναι η ψευδαίσθηση των εξεγερσιακών: η ανέντιμη αναγνώριση ότι κάτι μας κάνει ανθρώπους. Ότι κάποια καθολική κατάσταση, κάποια κοινοτική παρόρμηση κρύβεται μέσα μας. Χωρίς να αγκαλιάζουν την πλήρη επαναστατική ουτοπία, οι εξεγερσιακοί ελπίζουν ότι μόνο η ταραχή ή η εξεγερσιακή επιθυμία οδηγεί στην ίδια την υλοποίησή τους. Βλέπουν την Ένωση των Εγωιστών απελευθερωμένη από όλους τους ορατούς και αόρατους περιορισμούς.

 

Αλλά αυτή η ποίηση της αυτοϊκανοποίησης είναι απλώς άλλο ένα πρόσχημα για τη λαϊκιστική επανάσταση. Παραμένει απλά μια ακόμη σιωπηρή γιορτή του φαντάσματος της προόδου στην επιδίωξη του τίποτα της νεωτερικότητας.

 

Και σε αυτό το γλωσσικό χορό, ο εξεγερσιακός ποιητής δεν μπορεί ποτέ να είναι λάθος. Αντ΄ αυτού ζει με μια καθαρή επιδίωξη και το φόβο της αποτυχίας κρυμμένο κάτω από μισοφοβισμένες ελπίδες για επανάσταση.

 

Στις επαναστάσεις, οι εξεγερσιακοί κρύβονται από όλες τις πλευρές, κάτω από ένα πανό αναρχικών προτροπών για καταστροφή και ενθουσιώδη οργή εναντίον του υπάρχοντος: ένα μείγμα φόβου και ελπίδας και μια άρνηση να αναλάβουν την ευθύνη για την ανάληψη δράσης. Κολυμπώντας σε μια δίκαιη, απροσδιόριστη δόξα: Η Πρόοδος στέκεται θριαμβευτικά.

 

Το πρόβλημα με την πολιτική

 

Η πιο συχνή ερώτηση, όταν πρόκειται για επαναστάσεις και εξεγέρσεις είναι ο λόγος που αποτυγχάνουν. Οι επαναστάτες βλέπουν μια αποτυχία τεχνικής φύσεως, οποιονδήποτε αριθμό ζητημάτων τακτικής που δεν αντιμετωπίστηκαν σωστά ή την αδυναμία των ανθρώπων να «απελευθερωθούν» για να κάνουν ό,τι πρέπει για την επιτυχία της Επανάστασης. Οι εξεγερσιακοί μπορούν απλά να καταφύγουν στον ποιητικό τους λόγο και να ισχυριστούν ότι η πλήρης αποδιοργάνωση των πάντων δεν επιτεύχθηκε. Και οι δύο μπορούν να καταφύγουν στο κράτος, αλλά από την ίδια τη φύση τους κανένας από τους δύο δε μπορεί να αμφισβητήσει την εξουσία που καθίσταται δυνατή λόγω ενός κράτους ή μιας κρατικά δομημένης κοινωνίας.

 

Ως όντα εμψυχωμένα με την ευαισθησία και τη σύνδεση με τις ρίζες των τροφοσυλλεκτών-κυνηγών, δεν ήταν ποτέ γραφτό να σκεφτούμε στο μέγεθος και την κλίμακα κανενός πολιτισμού, πολύ λιγότερο ενός πολιτισμού που έχει στη διάθεσή του ένα τεχνολογικό-βιομηχανικό σύστημα.

 

Η αποτυχία του επαναστατικού δόγματος και δράσης είναι η ανικανότητα να δούμε πέρα από την εξουσία.

 

Στην πολιτική, οικονομική και κοινωνική εξουσία, που δημιουργήθηκε από την καθιστική ζωή και τις εξαρτημένες από το πλεόνασμα κοινωνίες κρύβεται ο πολιτισμός. Οι τεχνολογικές καινοτομίες είναι μια αναγκαία απάντηση στην προσαρμογή στις ανάγκες ενός αυξανόμενου πληθυσμού με την αυξημένη εξάρτησή του από κεντρικοποιημένα, στάσιμα γεγονότα. Αυτό είναι που δημιουργεί τους στρωματοποιημένους, ιεραρχικούς, γραφειοκρατικούς θεσμούς που όλοι γνωρίζουμε τόσο καλά στην κοινωνία μας, όμως οι πρόγονοί μας γνώριζαν ή είχαν να αντιμετωπίσουν μόνοι τους οι ίδιοι τις ζωές τους.

 

Όλα τα συστήματα, είτε πρόκειται για θεοκρατίες, δημοκρατίες, κομμουνιστικά, φασιστικά, καπιταλιστικά, φεουδαρχικά, ή ό, τι άλλο θέλετε, πρέπει να αντιμετωπίσουν το πιο βασικό ζήτημα της συνέχισης της εξουσίας. Στην νεωτερική μας πραγματικότητα, αυτό έρχεται με τη μορφή της ηλεκτρικής ενέργειας και μετέπειτα της ωμής βίας, αλλά η πίστη μας στην αναγκαιότητα των αποθηκευμένων πόρων είναι το επίκεντρο της διαδικασίας εξημέρωσης. Έτσι ήταν πάντα και πάντα έτσι θα είναι.

 

Η δύναμη του κάθε συστήματος είναι η καθολική πεποίθηση με την οποία αυτό το μήνυμα μπορεί να μεταφέρεται. Η πολιτική είναι άυλη. Τα αποτελέσματα της πολιτικής ποτέ δεν είναι. Οι σωροί από σώματα, φυλακές, τηλεοράσεις, κτίρια, τσιμέντα, χάλυβα, και πλαστικά είναι όλα τα φυσικά δημιουργήματα της εξουσίας και της ιδεοληψίας της, αλλά δεν μπορείς να αγγίξεις ένα κοινωνικό δίκτυο. Όσο δελεαστικό και αν θα μπορούσε να είναι, δεν μπορείς να δολοφονήσεις μια ιδεολογία. Ωστόσο, αυτό είναι το μοναδικό πεδίο μάχης στο οποίο οι επαναστάτες και οι εξεγερσιακοί πρέπει να παίξουν. Εάν επιθυμείς να αλλάξεις την κοινωνία, αν θες να την αρπάξεις από τους βασιλείς της και να την αλλάξεις εντελώς, θα πρέπει να υποκύψεις στην αυταπάτη της εξουσίας και τις μεθόδους με τις οποίες διατηρείται.

 

Εφ’ όσον το κράτος είναι ο εχθρός, οι επαναστάσεις αποτυγχάνουν επειδή πρέπει να παίζουν με την ιδεολογία της εξουσίας. Δεν έχει σημασία τι ελπίζουν να επιτύχουν ή πώς ελπίζουν να το εξαπλώσουν, θα πρέπει να λογομαχήσουν με το άυλο και στην περίπτωση των αναρχικών και των κομμουνιστών, να κολεκτιβοποιήσουν σε κάποιο επίπεδο, διατηρώντας παράλληλα τη σταθερή πορεία του.

 

Γι’ αυτό οι κλασικοί αναρχικοί μίλησαν για την ανάγκη να αυξήσουν την παραγωγή. Είναι ένα δύσκολο και σημαντικό θέμα συζήτησης, διότι είναι μια πηγή περιφρόνησης και εξαπάτησης. Αλλά ακόμη και οι πλέον πεπεισμένοι επαναστάτες ξέρουν ότι οι άνθρωποι πρέπει να φάνε. Όσο πιο εκσυγχρονισμένη είναι η κοινωνία, τόσο λιγότερα περιθώρια αφήνονται για διακοπή στα δίκτυα διανομής τροφίμων.

 

Η παραδοχή τους πρέπει να παραμείνει αδιαφιλονίκητη: ότι σε μια πιο ιδανική κοινωνία, η καθημερινή θυσία της εργασίας στη Μεγαμηχανή δεν θα τροφοδοτεί ένα απροσπέλαστο σύστημα. Αυτό αντανακλά μια έλλειψη κατανόησης σχετικά με το γιατί οι άνθρωποι δεν θέλουν να δουλεύουν. Με τον όρο εργασία, αναφέρομαι ειδικά στην παραγωγή πλεονάσματος από ένα κατακερματισμένο σύστημα, τη συμβολή σε ένα αόρατο σύνολο και όχι τις καθημερινές, άμεσες προσπάθειες των συνδεδεμένων με τη γη προγόνων μας και των ξαδέλφων μας που ζουν πιο κοντά ή μέσα στους κύκλους της γης μας. Δεν υπάρχει πουθενά, στη σχετικά σύντομη ιστορία του πολιτισμού, να δείτε τη θυσία να γίνεται εύκολα και ο λόγος είναι απλός: δεν είναι στη φύση μας να εργαζόμαστε για την οικοδόμηση κάποιου μεγάλου μακρινού μέλλοντος. Είμαστε όντα του παρόντος, είμαστε άγρια ζώα: ο μόνος τρόπος για να πειστούμε για το αντίθετο είναι μέσα από μια συνεχή ανακατασκευή των σωματικών και διανοητικών αναγκών μας.

 

Το ζήτημα της εξουσίας είναι και πάντα θα είναι συνδεδεμένο με το θέμα της παραγωγής. Καμία επανάσταση δεν θα το αλλάξει αυτό. Καμία τεχνολογία δεν θα το αλλάξει αυτό. Όσο κι αν οι οραματιστές έχουν προσπαθήσει να ανοίξουμε τα μάτια μας σε πρωτόγνωρες δυνατότητες, χρειαζόμαστε να τρώμε, να κοιμόμαστε, να πίνουμε και να αναπνέουμε. Οι επαναστάτες που παίρνουν την εξουσία επιδιώκουν να δώσουν ένα νέο πρόσωπο στην εν λόγω θυσία στο βωμό της προόδου και σύντομα διαπιστώνουν ότι το καταφέρνουν με τον καταναγκασμό της παραγωγής.

 

Αυτή η εξουσιαστική αντίληψη της εξουσίας είναι που ενώνει τους επαναστάτες και τα συστήματα που αντιτίθενται. Η πολιτική και η Επανάσταση είναι δεμένες, και όσο οι εξεγερσιακοί παίζουν στη σφαίρα των καθιερωμένων κοινωνικών σχέσεων πέφτουν στην ίδια παγίδα.

 

Και παρά τα υψηλά, ποιητικά όνειρα της απελευθέρωσης, το αποτέλεσμα είναι πάντα το ίδιο.

 

Όταν το ηλεκτρικό δίκτυο είναι ο εχθρός

 

Η κριτική της αποτυχίας της επανάστασης και της εξέγερσης απέχει πολύ από την κατανόηση της δύναμης της εξημέρωσης και της πολιτικής που αυτή διαιωνίζει. Αντιθέτως ενδιαφέρομαι να κατανοήσω τι χρειάζεται για να επιφέρει το τέλος της πολιτισμένης εποχής. Και το ερώτημα επανέρχεται στην εξουσία.

 

Οι επαναστάτες επικεντρώνονται στην εξουσία υπό μια στρατηγική έννοια. Αντί να αναρωτηθούν, γιατί η πολιτική συνεχίζει να κυβερνά τις ζωές μας, επιδιώκουν να κατέχουν και να τους κατευθύνουν. Το πρόβλημα είναι η ύπαρξη της πολιτικής και η ικανότητα του πολιτικού συστήματος να αυτοδιαιωνίζεται.

 

Αυτό είναι που βρίσκεται στην καρδιά της παραγωγής.

 

Οι ρίζες του πολιτισμού εξαπλώθηκαν πίσω στη διαβίωση των νομάδων κυνηγών -τροφοσυλλεκτών γύρω από ένα πλεόνασμα αποθηκεύσιμων  τροφών, είτε πρόκειται για σπόρους, βολβούς, ή ψάρια. Εδώ είμαστε πιο ανοιχτοί στο να δούμε τις περιοχές της κοινωνικής και πνευματικής διαστρωμάτωσης γύρω από τη διανομή ενός σταθερού αποθέματος τροφίμων. Η ανάγκη για τη διανομή γίνεται απαραίτητη, καθώς η κοινωνία γίνεται όλο και περισσότερο εξαρτημένη από αυτό. Σπάζοντας άμεσα και πλήρως τους δεσμούς με την προσαρμοστικότητα που συνοδεύει τη νομαδική ζωή. Αλλά αυτό είναι ακόμα αργά και μακριά από το αναπόφευκτο μοτίβο. Ωστόσο, όταν εμφανίζεται έχουμε μια μεγαλύτερη, στρωματοποιημένη κοινωνία, ικανή και με ανάγκες οργάνωσης σε κρατικό επίπεδο.

 

Η αυγή του πολιτισμού είναι χτισμένη γύρω από μόνιμους οικισμούς με πολιτικά και θρησκευτικά κέντρα και τρόφιμα που παράγουν οι περιφέρειες των πόλεων. Δεδομένου ότι η κοινωνία αναπτύσσεται μέσα από την κατάκτηση και την ανάπτυξη, οι ανάγκες της ζωής περιλαμβάνουν τις πηγές των καυσίμων για τα κοινωνικά κέντρα και εκείνων που ζουν μέσα και γύρω από αυτά. Οι φυσικοί και τεχνητοί πόροι έγιναν ένα μέρος των ενεργειακών υποδομών.

 

Στην εποχή της εξάντλησης του πετρελαίου, θα πρέπει όλοι να γνωρίζουμε τη σημασία που έχουν οι περιορισμένοι πόροι στη ζωή μιας κοινωνίας που σπρώχνει το οικοσύστημα στο οποίο βασίζεται στα όρια του. Όσο μαίνονται πόλεμοι για το πετρέλαιο, όσο η λειψυδρία τροφοδοτεί εμφύλιους πόλεμους, όσο οι επικριτές των παραγωγών τροφίμων ονομάζονται τρομοκράτες, είναι φρικτά προφανές πόσο αδύναμο είναι το δίκτυο που δημιουργεί και στηρίζει την πολιτική εξουσία ως προς το ένοπλο πρόσωπό του: το στρατό, την αστυνομία, και συγκεκριμένες υποδομές.

 

Παγιδευμένοι στην ίδια σφαίρα, οι επαναστάτες αφήνονται να αντιμετωπίσουν τον αντίπαλο στο έδαφος του. Θα πρέπει να σχεδιάσουν να πολεμήσουν το κράτος, εκεί όπου όλα τα πολιτικά συστήματα υπερέχουν πλέον, στην βίαιη καταστολή. Το ιδανικό της Επανάστασης είναι να αποφεύγεται αυτό, όταν είναι δυνατόν, αλλά αυτό είναι κάτι μη αναμενόμενο τις περισσότερες φορές. Αντ’ αυτού έχουμε μια εσκεμμένη σύγκρουση δυνάμεων και αιματοχυσία.

 

Αν κοιτάξει κανείς πέρα από τον πολιτισμό, αρχίζουν να ανοίγονται δυνατότητες. Από τη μία πλευρά θα δείτε τις αδυναμίες που ενσταλάζουν σε ένα σύστημα διατήρησης της χίμαιρας της εξουσίας και από την άλλη έχετε τις συνέπειες αυτού του ίδιου πολιτισμού να πιέζουν τα όρια της οικολογικής ικανότητας. Ήταν πάντα και πάντα θα είναι μια χαμένη μάχη και που ταυτόχρονα ανοίγει περαιτέρω ρωγμές στην πανοπλία του Λεβιάθαν.

 

Η πραγματικότητα ενός αυτο-καταναλωτικού, ναρκισσιστικού κανίβαλου είναι σύμφυτη για την κατανόηση του ότι ο πολιτισμός είναι ο στόχος και όχι κάποιο πολιτικό πρόσωπο του. Αποδεχόμενοι την άγρια ανθρώπινη φύση μας και εμβαθύνοντας τη σχέση μας με τα εναπομείναντα αγωνιζόμενα οικοσυστήματα, οι ευκαιρίες είναι διαθέσιμες σε τρόπους που οι επαναστάτες και οι εξεγερσιακοί ποτέ δεν είχαν δει.

 

Όταν οι επαναστάσεις αποτυγχάνουν εκεί είναι που θα ανθίσει η δυναμική για την πλήρη κατάρρευση της τεχνολογικά εξαρτώμενης, πεινασμένης για πόρους νεωτερικότητας. Όταν σταματήσουμε να ταυτιζόμαστε με την ελαττωματική προϋπόθεση της θυσίας για την Πρόοδο, μπορούμε να ανοίξουμε τον εαυτό μας για να μάθουμε από τα λάθη των καλοπροαίρετων αναρχικών προγόνων μας.

 

Ο αρχέγονος Πόλεμος

 

Η αντίθετη όψη της ερώτησης γιατί οι επαναστάσεις αποτυγχάνουν είναι γιατί τα κινήματα αντίστασης των αυτοχθόνων έχουν αντέξει τόσο πολύ στην πάροδο του χρόνου. Αντιμέτωποι με τις βάναυσες αποικιακές δυνάμεις, ακόμα και αν είναι νομάδες τροφοσυλλέκτες-κυνηγοί που μάχονται ενάντια στην επέκταση των αγροτών γειτόνων τους ή ιμπεριαλιστικών στρατών, υπάρχει μια μακρά παράδοση αδιάκοπης στάσης και τυπικά με καλύτερα αποτελέσματα από ότι οι περισσότερες επαναστάσεις.

 

Ο λόγος είναι κάτι που οι επαναστάτες και οι εξεγερσιακοί συνεχώς παραβλέπουν: την έμφυτη ανάγκη μας για την κοινότητα, για την αγριότητα και την αρχέγονη αναρχία που περνά μέσα από το πνεύμα μας και μας συνδέει. Είναι κάτι για το οποίο δεν ευθύνονται οι επαναστάτες, αυτή η παράλειψη είναι η βάση της εξημέρωσης: η αναδιοργάνωση της πνευματικής μας σύνδεσης.

 

Οι επαναστάσεις αποτυγχάνουν επειδή οι επαναστάτες και οι εξεγερσιακοί πρέπει να μετακινήσουν τη γραμμή της Προόδου, το όνειρο ότι η θυσία των ατόμων έχει κάποια μεγαλύτερη σημασία στη σφαίρα της ανθρώπινης ιστορίας και του πεπρωμένου. Αυτό είναι ένα μονοπάτι που οδήγησε στην οικολογική αστάθεια και τον ανεξέλεγκτο αποδεκατισμό της αγριότητας. Τα αποτελέσματα της επανάστασης έχουν μόνο επηρεάσει την ταχύτητα και την έκταση αυτής της καταστροφής. Οι επαναστάτες πουλάνε ιδεολογία, ενώ οι εξεγερσιακοί πουλάνε μια τυφλή ελπίδα ενός απίθανου και φαινομενικά απρόβλεπτου μέλλοντος.

 

Οι επαναστάσεις αποτυγχάνουν επειδή κάποια στιγμή αναπόφευκτα το αίμα αρχίζει να ρέει και το πρόσωπο της επανάστασης αρχίζει όλο και πιο πολύ να μοιάζει ή να παίρνει τη θέση της αγχόνης του κράτους, αφήνοντας τους επαναστάτες να διερωτώνται δικαίως αν άξιζε η θυσία. Και είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πως αυτό δεν θα συνέβαινε. Στο τέλος της ημέρας οι ιδέες είναι απλά ιδέες. Οι ελπίδες και τα όνειρα που οραματίστηκαν από τους προπαγανδιστές είναι κενά περιεχομένου όπως και κάθε άλλο ψέμα της Προόδου.

 

Οι συνδέσεις που τόσο απελπισμένα χρειαζόμαστε παραμένουν απαρνημένες και θαμμένες σε μια θάλασσα μπερδεμένων διαφημιστικών πωλήσεων. Και οι επαναστάσεις πεθαίνουν.

 

Η Πολιτική είναι άυλη. Η Αγριότητα δεν είναι. Η Κοινότητα δεν είναι. Αυτά είναι πράγματα που τα αισθανόμαστε, τα ζούμε, απολαμβάνουμε εμπειρίες και συνδεόμαστε μαζί τους προσωπικά. Δεν υπάρχουν διαφημίσεις πωλήσεων ή επαναστατικές κραυγές που να μπορούν να πάρουν τη θέση της αρχέγονης αναρχίας μας, του πνεύματος της αγριότητας που είναι ενσωματωμένο στα γονίδιά μας.

 

Οι τροφοσυλλεκτικές-κυνηγετικές και οι κηπευτικές κοινωνίες συνέχισαν την αντίστασή τους, γιατί αυτό είναι κάτι που γνωρίζουν, κάτι που είναι συνδεδεμένες μαζί του. Η Κοινότητα δεν είναι ένα πολιτικό ιδεώδες. Τα τρόφιμα που έχουν συλλέξει και οργώσει δεν είναι μια ιδεολογία γραμμένη στις εφημερίδες. Η αρχέγονη αναρχία της κοινωνίας τους βιώνεται παρά λέγεται. Αγωνίζονται γι’ αυτό που αισθάνονται και όχι για αυτό που νομίζουν ότι ξέρουν.

 

Αλλά δεν υπάρχει τίποτα μοναδικό για οποιαδήποτε από αυτές τις κοινωνίες του παρελθόντος και του παρόντος που να είναι ξένο προς εμάς. Παρά τα ψέματα των εκπολιτιστών, η εξημέρωση δεν έχει αλλάξει αυτό που είμαστε. Έχει σφυρηλατήσει τη καταστροφή επάνω στη γη μας, αλλά είναι μια συνεχής και εύθραυστη διαδικασία. Η αγριότητα συνεχίζει να ανθεί παρά το εξημερωτικό χέρι του κράτους. Σέρνεται μέσα στα τσιμέντα, αναπτύσσεται μέσα στα ιδρύματα, ξεπερνά τις δομές, και αντιστέκεται στο καθιστικό τρόπο ζωής μας, είτε μας αρέσει είτε όχι. Και είναι απελευθερωτική.

 

Σε αντίθεση με τις υποσχέσεις και τις ελπίδες της Επανάστασης, τις ασαφείς δυνατότητες που προσφέρονται από τους εξεγερσιακούς, η αγριότητα είναι απτή και διαθέσιμη. Είναι κάτι με το οποίο μπορούμε να συνδεθούμε εδώ και τώρα. Η άρνηση της εξημέρωσης, το δόσιμο στην αγριάδα, το ξεμάθημα των πολιτισμένων ερμηνειών μέσα από μια ταπεινότητα στα πλαίσια της οικολογικής λογικής, αυτό που εγώ αποκαλώ αρχέγονο πόλεμο, εξουδετερώνει τις αποτυχίες της Επανάστασης.

 

Με το να αφήνεται στην Αριστερά, ακολουθώντας τα δεσμά της πολιτικής, ο κόσμος περιμένει. Και μέσα σε αυτή την αναγνώριση, μέσα από τις δικές μας προσπάθειες να αναγριωθούμε και να αναπλάσουμε την κοινότητα βρίσκεται το κλειδί για την κατανόηση ότι οι επαναστάσεις αποτυγχάνουν επειδή η πολιτική μας έχει κάνει να αποτύχουμε, η Εξημέρωση και ο πολιτισμούς μας έχουν κάνει να αποτύχουμε.

 

Αναγνωρίζοντας τα ψέματα της Προόδου, το λυκόφως της εξουσίας αποκαλύπτεται. Θα πρέπει απλώς να ενωθούμε με τη γη για να αντιμετωπίσουμε αυτή τη μάστιγα. Και αν κοιτάξουμε αρκετά κοντά, θα δούμε ότι πρέπει απλώς να ακολουθήσουμε το παράδειγμά της.

 

[1] Barbara Ehrenreich, Dancing in the Streets: a History of Collective Joy. New York: Metropolitan Books, 2007, pg .16.

(Μπάρμπαρα Έρενράιχ, Χορεύοντας στους Δρόμους: Μια Ιστορία Συλλογικής Χαράς, Νεα Υόρκη, εκδ. Metropolitan Books 2007, σελ. 16)

 

[2] Η Goldman (Έμμα Γκόλντμαν) αναφέρεται στον Paul Avarich (Πωλ Αβαριχ), Anarchist Portraits (Πορτρέτα αναρχικών). Princeton: Princeton University Press, 1988, pg. 194. εκδ του Πανεπιστημίου του Πρινστον 1988, σελ 194.

 

[3] Ο Lenin (Λένιν) αναφέρεται στην Sheila Fitzpatrick (Σίλα Φιτζπάτρικ), The Russian Revolution (Η ρώσικη επανάσταση) . New York: Oxford University Press, 1994, pg. 76.

(εκδόσεις του πανεπιστημίου της Οξφόρδης,1994, σελ 76)

 

[4] Voline, The Unknown Revolution cited in Daniel Guerin, No Gods, No Masters: Book Two. Oakland: AK Press, 1998, pgs. 107–108.

(Βολίν, Η άγνωστη επανάσταση αναφέρεται στον Ντανιελ Γκεριν, Ούτε θεοί, ούτε Αφέντες:τόμος 2. Όκλαντ, εκδΑΚ Press, 1998, sel 107-108)

 

[5] Emma Goldman, Visions of Fire: Emma Goldman on the Spanish Revolution (David Porter, ed). New Paltz, NY: Commonground Press, 1985, pgs. 132–171.

(ΈμμαΓκόλντμαν, Οράματατηςφωτιάς: ΗΈμμαΓκόλντμανστηνΙσπανικήΕπανάσταση (ΝτέιβιντΠόρτερ, εκδ.) New Paltz, NέαΥόρκη: εκδ. Commonground Press, 1985, σελ. 132–171

 

[6] Yves Fremion, Orgasms of History. Oakland: AK Press, 2002.

(Ιβ Φρεμιόν, Οργασμοί της Ιστορίας, Όκλαντ: εκδ, ΑΚ Press, 2002)

 

[7] Alexander Berkman, The Russian Tragedy. London: Phoenix Press, 1986, pg. 14.

(Αλεξάντερ Μπέρκμαν, Η ρωσική τραγωδία, Λόνδίνο: εκδ. Phoenix Press, 1986, σελ. 14)

 

[8] Alexander Berkman, What is Anarchism? Oakland: AK Press, 2004.

(Αλεξάντερ Μπερκμαν, Τι είναι ο Αναρχισμός; Όκλαντ: εκδ, ΑΚ Press, 2004)

 

[9] Emma Goldman, My Disillusionment in Russia. New York: Apollo Editions, 1970, pg. 193.

(Έμμα Γκόλντμαν, Η απογοήτευση μου στη Ρωσία. ΝέαΥόρκη: εκδ. Apollo Editions, 1970, σελ. 193)

 

[10] Vernon Richards, Malatesta: Life and Ideas. London: Aldgate Press, 1993, pg. 175.

(Βερνον Ριτσαρντς, Μαλατέστα: Ζωή και Ιδέες. Λονδίνο: εκδ. Aldgate Press, 1993, σελ. 175)

 

[11] Fitzpatrick, 1994, pg. 81. (οπ. Φιτζπάτρικ, 1994, σελ 81)

 

[12] Fremion, 2002, pg. 158. (οπ. Φρεμιον, 2001, σελ. 158)

 

[13] Max Stirner, The Ego and Its Own. Cambridge: Cambridge University Press, 1995, pg. 324.

(Μαξ Στίρνερ, Το Εγώ και η Ιδιοκτησία του, Κέιμπριντζ: εκδόσεις του πανεπιστημίου του Κειμπριντζ, 1994, σελ 324)

 

[14] οπ, σελ 35.

 

[15] Feral Faun, Feral Revolution. London: Elephant Editions, 2000, pg. 46.

(ΦέραλΦον, ΈναγριωμένηΕπανάσταση. Λονδίνο: εκδ. Elephant Editions, 2000, σελ 46.

 

[16] Fire to the Prisons, issue 7. (Φωτιάστιςφυλακές, νο7)

 

[17] Guy Debord, Society of the Spectacle. New York: Zone Books, 1995, pg 23. Italics in original.

(Γκυ Ντεμπορ, Η κοινωνία του Θεάματος. Νέα Υόρκη: εκδ. Zone Books, 1995, σελ, 23. με πλάγια γράμματα στο πρωτότυπο)

 

[18] Raoul Vaneigem, Revolution of Everyday Life. London: Rebel Press, 2001, pg. 279

(Ραούλ Βανεγκεμ, Η επανάσταση της καθημερινής ζωής, Λονδίνο: εκδ. Rebel Press, 2001, σελ. 279)