[του Alex Budd από το DGR (www.deepgreenresistance.org)]
Δεν θα πολεμήσουμε για κάτι που δεν γνωρίζουμε. Δεν θα πεθάνουμε για κάτι που δεν αγαπάμε.
Τα μέλη των κανονικών κοινοτήτων, των ζωντανών κοινοτήτων, αγαπούν την κοινότητά τους. Αγαπούν τους γείτονές τους. Αγαπούν τις αδελφές και τους αδελφούς τους. Είναι πρόθυμοι να πολεμήσουν για την κοινότητά τους. Είναι πρόθυμοι να πεθάνουν γι ‘αυτήν, για να την προστατεύσουν, να την διατηρήσουν.
Αλλά αυτή η κουλτούρα μάς αποσπά από τις κοινότητές, τα εδάφη και τις οικογένειες στις οποίες ανήκουμε. Χωρίς να τις γνωρίζουμε, χωρίς να τις αγαπούμε, στεκόμαστε έτσι με μια σύγχυση και έναν πόνο, μη ξέροντας τι να κάνουμε καθώς τις έχουν βάλει πάνω σ’ ένα ράφι, τεντωμένες και βασανισμένες, τραβηγμένες και σπρωγμένες, και τελικά νεκρές. Δεν ξέρουμε γιατί έχουμε πληγωθεί. Είναι ένας πόνος που δεν μπορούμε να ονομάσουμε, είναι ένας πόνος που αναβλύζει σε μέρη που δεν γνωρίζουμε ότι ήταν ένα κομμάτι από εμάς.
Τραβηγμένες και σπαραγμένες, οι κοινότητές μας έχουν διαγραφεί και καταστραφεί. Είμαστε μόνοι, με τοίχους κτισμένους ανάμεσά μας. Όλοι γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε σε αυτόν τον εφιάλτη αλλά είμαστε ανίκανοι να δούμε την αιτία. Γνωρίζουμε λίγα πέρα από το φόβο και τη μοναξιά αυτής της κουλτούρας, και είμαστε τρομοκρατημένοι για αυτές τις Άλλες, ανεξήγητα οικείες φιγούρες που δεν μπορούμε να βοηθήσουμε, ενώ κοιτάμε μέσα από την ομίχλη με την οποία μας τυλίγει αυτή η κουλτούρα. Ο τρόμος και ο φόβος μας μετατράπηκε σε μίσος, και γινόμαστε εμείς οι ίδιοι κτίστες, χτίζοντας πάντα τους τοίχους που μας χωρίζουν από οποιονδήποτε, από οτιδήποτε άλλο γνωρίσαμε και αγαπήσαμε κάποτε, μέχρι αυτοί οι τοίχοι να γίνουν οι φυλακές μας, και βρίσκουμε τους εαυτούς μας να ζουν –κλειδωμένοι – σε μια διαρκή απομόνωση.
Και αυτό μας σκοτώνει, μας απομονώνει. Σκοτώνει τα πάντα. Αυτός ο κόσμος της ζωής βασισμένος στην αμοιβαιότητα, δολοφονείται, σιγά-σιγά εξατομικεύεται και τεμαχίζεται μέχρι να χαθεί. Στερούμενοι νοήματος, είμαστε όλοι μας-ανθρώπινες κοινότητες, βάθρες, λιβάδια και ωκεανοί-αργά και παντελώς φυσικά καταδικασμένοι στη λήθη.
Αλλά αυτό δεν είναι όπως θα έπρεπε να είναι. Αυτή η περιπλάνηση στο πόνο και τη μοναξιά δεν είναι αυτό που είμαστε, είναι αυτό που έχουμε γίνει. Αλλά δεν είναι αυτό που πρέπει να είμαστε.
Πήγαινε και άκουσε τη γη, σε καλεί. Πήγαινε και στάσου στη βροχή και άκουσε τη καθώς σε φιλά στο πρόσωπό. Ο άνεμος φυσάει, παίζει με τα μαλλιά σου, και τα δέντρα χορεύουν. Πήγαινε και κάθισε και άκουσε τους. Άκουσε τη γλώσσα που συνηθίζαμε να γνωρίζουμε.
Πήγαινε και μίλα με τα δέντρα. Άκουσε τα βατράχια και τα κολίβρια και τους κάκτους, θα σου πουν ιστορίες. Θα σου πουν για αυτό που είναι. Θα σου πουν για το ποιος είσαι. Άκουσε τους. Μίλα τους. Κλάψε μαζί τους. Μάθε τους και μάθε να τους αγαπάς.
Αυτό δεν είναι εύκολο. Ο πολιτισμός είναι χτισμένος πάνω στην απομόνωση, την αποξένωση από τη ζωή, σκοτώνει ό,τι αξίζει την αγάπη. Το να αισθανθούμε αυτή την αγάπη και αυτόν τον πόνο είναι βαθιά δύσκολο για την κατασκευασμένη αίσθηση του εαυτού μας, της ταυτότητάς μας, της φυλακής μας.
Χρειαζόμαστε όμως αυτή την αγάπη και τον πόνο. Χρειαζόμαστε τον κόσμο, τόσο για να ζήσουμε όσο και για να έχει νόημα η ζωή μας. Αν δεν μάθουμε να τον ακούμε, να τον γνωρίζουμε και να τον αγαπάμε και επιστρέψουμε πίσω στο σπίτι μας σε αυτές τις ζωντανές κοινότητες (όσα έχουμε πει δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα), θα παρακολουθούμε-από μακρυά, με μισά-συναισθήματα και μισο-ξύπνιοι -καθώς θα γλιστρούμε από την ύπαρξη, ενώ θα αγωνιζόμαστε με ένα πόνο και μια θλίψη που δεν θα μπορούμε να ονομάσουμε ή να εξηγήσουμε.
Μας ταΐζουν και μας παρέχουν στέγη, μας διδάσκουν, μας βοηθούν να γίνουμε ο εαυτός μας. Τους χρειαζόμαστε. Πρέπει να τους γνωρίσουμε και να τους αγαπήσουμε. Πρέπει να αγωνιστούμε για αυτούς και να τους υπερασπιστούμε. Και πολλοί από εμάς θα πρέπει να πεθάνουν γι ‘αυτούς.
Η αγάπη μας δεν μπορεί να είναι στατική, γιατί η αγάπη είναι ένα ρήμα, και γι’ αυτό πρέπει να μας καλεί να δράσουμε. Δεν είναι αρκετό να πούμε ποιον και τι αγαπάμε, πρέπει να το δείξουμε με τις πράξεις μας. Πρέπει να αγαπήσουμε τα σπίτια μας, τις πέρα-ανθρώπινες κοινότητές μας, και εμείς πρέπει να τις προστατεύσουμε από την σφαγή της μνήμης που είναι η κυρίαρχη κουλτούρα, ο πολιτισμός. Αν δεν τα αγαπάμε αρκετά για να σταματήσουμε την υποδούλωση, τη φυλάκιση και τη δολοφονία τους-με οποιοδήποτε μέσο- τότε η αγάπη μας είναι ένα ψέμα.
Είμαστε ζωντανοί σε έναν ζωντανό κόσμο, ένα κόσμο που χορεύει και βουίζει. Η ομιλία, το γέλιο, το κλάμα και το τραγούδι, η ζωή και και ο θάνατος είναι εκεί, παντού γύρω μας στον κόσμο. Είναι ο κόσμος. Και είναι ένας κόσμος που μας καλεί να συμμετέχουμε, ένας κόσμος που θέλει να μας γνωρίσει και να μας αγαπήσει και που θέλει να τον γνωρίσουμε και να τον αγαπήσουμε και εμείς.
Πήγαινε και κάθισε με τον ωκεανό, τα βουνά της ερήμου, τα ποτάμια, τα δέντρα, τα βατράχια, τους σπίνους, τα μανιτάρια, και τα βράχια. Ακούστε τα. Ακούστε τα να σε καλούν πίσω, πίσω στην ύπαρξη και πίσω στην κοινότητα. Άκουσε τις ιστορίες τους, τα όνειρά τους, τη σοφία και τα τραγούδια τους. Άκουσε μέχρι να τα γνωρίσεις, και έπειτα συνέχισε να ακούς. Γνώρισε τα, αγάπησε τα, βρες το σπίτι σου εκεί μαζί τους και στη συνέχεια αγωνίσου, προστάτεψε και υπερασπίσου τα.
πηγή: http://www.deepgreenresistance.org/love-is-a-verb/