Ντιουκ Ρέντμπερντ
Οι επιστήμες της αρχαιολογίας και της πολιτισμικής ανθρωπολογίας ακολούθησαν για πολλά χρόνια δύο μεγάλες τάσεις, που διαμορφώθηκαν με βάση τις θεωρίες της εξέλιξης και της διάδοσης. Με δύο λόγια, υποστήριζαν ότι κάθε πολιτισμός αργά ή γρήγορα θα έπρεπε να ακολουθήσει το μονοπάτι της προόδου, όπως αυτή γίνεται αντιληπτή από τον δυτικό πολιτισμό. Κάθε κοινωνία, αν θέλει να λέγεται αναπτυγμένη, θα πρέπει να ακολουθήσει τις εξελιγμένες κοινωνίες, ώστε να μάθει από αυτές την έννοια του πολιτισμού και να προχωρήσει γραμμικά σε ένα επόμενο στάδιο. Οπότε, η θεωρία της εξέλιξης θέτει έναν πολιτισμό ως παράδειγμα για τους άλλους, στο οποίο αργά ή γρήγορα θα πρέπει να φτάσουν, ακολουθώντας τα χνάρια του. Η θεωρία της διάδοσης από την άλλη αναγνωρίζει ένα κέντρο πολιτισμού, από το οποίο διασπείρεται αυτός και στους υπόλοιπους λαούς, κάτι σαν το άγιο φως της εξέλιξης εν ολίγοις.
Αυτή η αντίληψη για την πρόοδο θέτει ερωτήματα, που απαιτούν τον επαναπροσδιορισμό εννοιών, όπως η εξέλιξη και ο πολιτισμός και άλλες σχετικές με αυτές παραμέτρους, όπως λογικό και παράλογο, φυσιολογικό και μη φυσιολογικό, αυτόματο και τεχνολογικό, φυσικό και αφύσικο. Πρώτα-πρώτα όμως υπάρχει κάτι που βρίσκεται εδώ και αιώνες μπροστά στο ανθρώπινο είδος, αλλά μάλλον δε θέλει να το δει στη μανιώδη προσπάθειά του να κατακτήσει τα πολιτισμικά επιτεύγματα. Η ίδια η έννοια της εξέλιξης είναι μια παγίδα, είναι το τυράκι που έχουμε μπροστά μας, ενώ τρέχουμε στη ροδίτσα μας, λαχανιασμένοι να την προλάβουμε. Για παράδειγμα, μεγαλώνουμε με τη βεβαιότητα ότι πρέπει να ακολουθήσουμε μία προσωπική εξέλιξη, να κάνουμε καριέρα, οικογένεια, να αποκτήσουμε κάποια υλικά αγαθά(σπίτι, αυτοκίνητο κλπ.) και όλα αυτά στα πλαίσια μιας προσωπικής και κοινωνικής επιβεβαίωσης και καταξίωσης. Όποιος στην πορεία της ζωής του δεν απέκτησε όλα ή κάποια από αυτά δεν πέτυχε αρκετά στο παιγνίδι της προσωπικής του προόδου. Το ίδιο και η ανθρωπότητα· μοιάζει να ακολουθεί το νόμο της εξέλιξης, όπως ακολουθεί το νόμο της βαρύτητας· αργά ή γρήγορα όλοι θα τον ανακαλύψουν.
Αν σταματήσουμε όμως να τρέχουμε στη ροδίτσα μας, θα συνειδητοποιήσουμε ότι αυτός ο νόμος δεν είναι νόμος της φύσης, αλλά του κράτους, που μας μελετά σαν νοσηρός επιστήμονας, θέλοντας να εξετάσει πόσο ανθεκτικοί είμαστε στα πειράματα της εξουσίας. Η εξέλιξη και οι νόμοι της είναι μια αυταπάτη, που βασίζεται πάνω στις ανάγκες μας να ζήσουμε και να βιώσουμε τις μεταβολές και την κίνηση που συμβαίνουν μέσα μας και γύρω μας. Αυτές οι μεταβολές είναι φυσικές· μεγαλώνουμε, ωριμάζουμε ή σαπίζουμε, παρατηρούμε, νιώθουμε και συναισθανόμαστε. Η εξέλιξη όμως εν είδει ανάπτυξης, ενός σημείου που βρίσκεται κάπου πάνω από εμάς και πρέπει όλοι αργά ή γρήγορα να φτάσουμε είναι μία τεχνητή κατάσταση, μία μανία να επιβάλλει ο ένας στον άλλο τις φιλοδοξίες του.
Οι ινδιάνοι μαπούτσε ή οι σαν (βουσμάνοι) για παράδειγμα δεν είναι οπισθοδρομικές κοινότητες, που ζούσαν στα στάσιμα νερά τους, μέχρι να φωτιστούν από τον πολιτισμό και να εξελιχθούν. Και αυτό συμβαίνει όχι γιατί απλώς κάποιοι δεν χρειάζονται τον πολιτισμό, αλλά γιατί όλοι μπορούμε να ζήσουμε αρμονικά με τη φύση και χωρίς αυτόν, χωρίς να στερηθούμε τίποτε από την ανθρώπινότητα μας, ζώντας εσωτερικά και εξωτερικά τη μεταβολή και την κίνηση του κόσμου που μας περιβάλλει. Ο πολιτισμός είναι το άλλοθι της εξέλιξης∙ προβάλλεται σε μια οθόνη στο μυαλό μας σαν το παραμύθι του Προμηθέα που ήρθε και φώτισε τους ανθρώπους, τους έμαθε να ζουν με νόμους και κανόνες και τους έφερε τεχνολογικά αγαθά. Γεννήθηκε στην πόλη, αυτό το βολικό και προσαρμοσμένο στην κυριαρχία κατασκεύασμα, φέρνοντας την πολιτική και τα πολιτεύματα. Δημιούργησε έτσι τις εξουσιαστικές δομές, που κι αυτές κάποια στιγμή άρχισαν να μοιάζουν φυσικές.
Ο πολιτισμός και η πολιτική λοιπόν, από τη στιγμή που γεννήθηκαν, εμπεριείχαν τα χαρακτηριστικά της πόλης που τα δημιούργησε, απομακρύνοντας έτσι τον άνθρωπο από την ελεύθερη κοινότητα, που ως τότε ήταν μέρος της φύσης. Η τεχνολογία που έφερε ο πολιτισμός παρουσιάζεται, όχι απλώς σα μια φυσική αναγκαιότητα, που ενυπάρχει στην ανθρώπινη περιέργεια και αναζήτηση, αλλά και σαν ένα είδος βραβείου, για τους αιώνες εγκλεισμού της ανθρωπότητας και της φύσης ολόκληρης στις πόλεις-φυλακές. Μια τεχνολογία που καταβροχθίζει κάθε φυσικό πόρο, που προσπαθεί να καθηλώσει το ανθρώπινο πνεύμα και να υποδουλώσει ή να αφανίσει κάθε ζωντανό οργανισμό, που αξιολογεί ακόμη και τα είδη των πετρωμάτων και των μεταλλευμάτων σύμφωνα με τα οφέλη τους για τον τεχνητό κόσμο δεν είναι απλώς αλαζονική, είναι αφύσικη. Και όσοι θεωρούν ότι τα σκουπίδια είναι μία παρενέργεια του πολιτισμού αυταπατώνται∙ απεναντίας, τα σκουπίδια είναι εγγενές του στοιχείο.
Κάποιος, που θα έσπευδε να υπερασπιστεί την τεχνολογία, θα έλεγε ότι και η καρέκλα ή η ρόδα είναι τεχνολογία και ότι το να ζήσουμε χωρίς αυτοκίνητο, πλυντήριο και υπολογιστές είναι οπισθοδρόμηση, γιατί όλα αυτά μας γλιτώνουν από τον χρόνο και τον κόπο – και τι γίνεται άραγε όλος αυτός ο εξασφαλισμένος χρόνος και κόπος; Εδώ ανοίγονται δύο άλλα μεγάλα ζητήματα. Το πρώτο έχει να κάνει με τους ρυθμούς εξέλιξης της τεχνολογίας. Θα μπορούσε κάποιος να αναρωτηθεί γιατί, ενώ για πολλούς αιώνες η ανθρωπότητα ζούσε με άμαξες και κάρα, χωρίς αυτά να γνωρίσουν μεγάλες αλλαγές, με την εφεύρεση του αυτοκινήτου οι αλλαγές έγιναν αστραπιαίες. Η ανακάλυψη της ατμοκίνησης και του ηλεκτρικού ρεύματος έφερε την αυτοματοποίηση. Η αυτοματοποίηση δεν πραγματοποιήθηκε απλώς σε μηχανικό επίπεδο, αλλά έγινε ο τρόπος θέασης του κόσμου. Όλα γίνονται, για να υπηρετήσουν έναν σκοπό. Το ένα οδηγεί στο άλλο αυτόματα. Ο χρόνος αυτοματοποιείται κι αυτός με τη σειρά του, κυλάει μηχανικά ακόμη και όταν εμείς δε τον παρατηρήσουμε, αποκτώντας υλικότητα με τη μορφή του ρολογιού και του κέρδους. Αυτό όμως δεν ήταν πάντοτε δεδομένο. Το αντίθετο· τους περισσότερους αιώνες της η ανθρωπότητα τους πέρασε χωρίς μηχανές και ρολόγια, τόσο που οι υπολογιστές –όπως τους ξέρουμε και τους χρησιμοποιούμε σήμερα– μοιάζουν να διαρκούν μία μέρα από τη ζωή ενός ηλικιωμένου ανθρώπου. Αυτό δε σημαίνει όμως ότι θα έπρεπε να καταστραφεί κάθε ανθρώπινο κατασκεύασμα, σα μίασμα της φύσης και να ξαναπάρουμε τα πράγματα από το μηδέν, σα να μην ξέρουμε τίποτε. Υπάρχουν πολλά τέχνεργα που δεν απαιτούν στρατιές σκλάβων ή την καταστροφή της φύσης, για να δημιουργηθούν και να χρησιμοποιηθούν.
Το τι ορίζει λοιπόν κανείς ως οπισθοδρόμηση εξαρτάται από το τι θεωρεί πρόοδο. Στη λογική της εξέλιξης, που μας θέλει να προχωράμε μπροστά σα λοβοτομημένοι στρατιώτες της ιστορίας, το να αρνηθούμε τα τεχνολογικά της «δώρα» μπορεί να θεωρηθεί οπισθοδρόμηση. Όταν σταματήσουμε όμως να βλέπουμε τον χρόνο σαν ένα τεντωμένο σκοινί, που ακροβατώντας πάνω του προσπαθούμε να περάσουμε απέναντι, για να φτάσουμε την ανάπτυξη, τότε θα σταματήσουν όλα να είναι μια πορεία προς τα εμπρός ή προς τα πίσω. Υπάρχει και άλλος τρόπος θέασης του κόσμου· όταν τον κοιτάζουμε όχι από κάπου ψηλά, αλλά από μέσα μας, εξετάζοντας τι έχουμε πραγματικά ανάγκη ή πόσο καλύτερη γίνεται η ζωή μας, φορτωμένη με όλα αυτά τα τεχνολογικά «επιτεύγματα». Και όλοι μέσα μας ξέρουμε πως η απλότητα είναι η απάντηση. Δεν έχουμε να πάμε πουθενά, μπορούμε να μείνουμε στο παρόν, όταν αυτό δεν είναι εφιαλτικό. Και αυτό δεν είναι οπισθοδρόμηση, γιατί δεν υπάρχει πίσω και μπροστά, δεν υπάρχει ένα ιδανικό σημείο που θα πρέπει ατομικά ή συλλογικά να κατακτήσουμε.
Αυτή η καθιερωμένη κοσμοαντίληψη βέβαια δεν έγινε αυθόρμητα, αλλά καθιερώθηκε από το κράτος, που όρισε τι είναι φυσιολογικό και τι άρρωστο, παρουσίασε –με τη βοήθεια της επιστήμης- ως απαραίτητες και αναγκαίες την αυτοματοποίηση και την εξέλιξη, τεχνολογική και πολιτισμική και μαζί τους ισχυροποιήθηκε και το ίδιο. Πολιτισμός και κράτος είναι αλληλένδετα και αλληλο- τροφοδοτούμενα. Σήμερα αυτή η σχέση έχει προχωρήσει σε τέτοιο βαθμό, ώστε οποιαδήποτε απόκλιση από το «φυσιολογικό» να χαρακτηρίζεται περίεργη, παράνομη, άρρωστη και να χρήζει αναμόρφωσης και θεραπείας. Για αυτό υπάρχουν τα κάθε είδους ιδρύματα, «κέντρα υποδοχής», σύνορα, φάρμακα, ναρκωτικά, αποχαυνωτικά, ψηφιακοί κόσμοι, ακαδημαϊκές και τεχνοκρατικές καριέρες κλπ. Κάπου θα πρέπει κανείς να βολευτεί ή να εγκλειστεί με τη βία· αν δε χωράει σε τίποτε από όλα αυτά, αν αποζητάει την αληθινή συνολική ελευθερία, πέρα από κανόνες και προϋποθέσεις, τότε προφανώς έχει κάποιο πρόβλημα και θα πρέπει να θεραπευτεί με το φάρμακο (ή φαρμάκι) του πολιτισμού, για να συνεχίσει να ζει «φυσιολογικά», δηλαδή να μπορεί να προσαρμόζεται στην αυτοματοποίηση, στο κράτος, σε κάθε εξουσιαστική λογική, με την οποία εμποτίζεται από τη στιγμή που θα γεννηθεί.
Αυτός είναι ο κανόνας της ανθρώπινης εξέλιξης άλλωστε. Η ψυχολογία με τη μελέτη των κινήτρων, την ερμηνεία των ονείρων, την αποτελεσματική μάθηση, την δια βίου μάθηση (που παραπέμπει στη δια βίου καταδίκη), την επιδίωξη της ευτυχίας ως ισοδύναμη της επιτυχίας, μέσα σε έναν κόσμο που προσπαθεί να καταπατήσει κάθε τι αληθινό και ελεύθερο φροντίζει να οριοθετεί όσο γίνεται καλύτερα το φυσιολογικό. Το κρατάει έτσι καθαρό από κάθε τι φυσικό, που μπαίνει στο μικροσκόπιο και γίνεται αντικείμενο έρευνας και μελέτης, υπόκειται στην τυραννία του ορθολογισμού και γίνεται τρέλα. Εκεί όμως που σταματάει το φυσιολογικό, αρχίζει το φυσικό και το ανθρώπινο. Η ζωή ενός ανθρώπου έχει την ίδια αξία με οποιουδήποτε άλλου ζωντανού πλάσματος. Πέρα από τη λογική του, που τον διακρίνει από τα άλλα έμβια όντα, ενέχει και αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε ά-λογο, που βρίσκεται εκτός των ορίων της λογικής και σε μεγάλο βαθμό είναι άρρητο, δεν μπορεί δηλαδή να αποδοθεί με λέξεις. Αυτό το ά-λογο στοιχείο αρχικά εκφραζόταν φυσικά, αφού ο άνθρωπος ζούσε σαν ένα μέρος της φύσης μαζί με αυτήν. Σταδιακά και όσο η εξουσία συσσώρευε εμπειρία, το μη λογικό στοιχείο έγινε θρησκεία, έγινε ένας τρόπος να ευχαριστιέται ο θεός. Όταν αυτό έγινε θεός, απέκτησε ωφέλιμο χαρακτήρα, εξυπηρετούσε δηλαδή κάποιο σκοπό και μπήκε σε τροχιά εξέλιξης. Από παγανιστική η λατρεία έγινε ανθρωποκεντρική – πολυθεϊστική ή μονοθεϊστική, ανάλογα με τις ανάγκες της εποχής. Απέκτησε λογικά στοιχεία, όπως η έννοια του δώρου και της προσφοράς, της θυσίας και της πίστης με τη μορφή ανταλλάγματος, έγινε δηλαδή ωφέλιμη και συμφέρουσα. Και βέβαια, όσο πιο βαθιά χωνόταν η ανθρωπότητα στον πολιτισμό, τόσο πιο υλικά γίνονταν τα οφέλη.
Όπου ο ορθολογισμός θέλησε να επιβληθεί της ωφέλιμης θρησκείας, είτε την ενσωμάτωσε στο οπλοστάσιό του, ως μέσο επιβολής είτε την καταπάτησε, για να προσδώσει θρησκευτική αξία στα δικά του κατασκευάσματα. Έτσι, σήμερα, που υποτίθεται ότι οι παλιές θρησκείες έχουν πεθάνει, απλά αντικαταστάθηκαν από τις νέες τεχνολογικές και τεχνοκρατικές θρησκείες, που αποκαθήλωσαν το μη λογικό και το έστειλαν στο πυρ το εξώτερον. Αυτό όμως συνεχίζει να υπάρχει μέσα σε κάθε τι φυσικό. Και όσο καταπιέζεται και καταστέλλεται, θα βγαίνει σαν εγκλωβισμένο θηρίο με καταστροφικές διαθέσεις, θα εξωτερικεύεται ως «παθογένεια, έγκλημα, παράβαση ή παραβίαση», ή όπως αλλιώς θέλει να το ονομάζει το κράτος. Για να γίνει αποδεκτό, θα πρέπει να βρει μία μορφή, ώστε να εξωτερικευτεί με έναν «φυσιολογικό» τρόπο, όπως τον ορίζει η εξουσία. Δεν είμαστε όμως ή θηρία ή άνθρωποι. Υπάρχουμε μέσα στη φύση και η φύση υπάρχει μέσα μας, αλλά βρίσκεται εγκλωβισμένη στα δεσμά του κράτους και του πολιτισμένου ορθολογισμού. Οι ελεύθερες κοινωνίες, ο κόσμος ισότητας και αρμονικής συνύπαρξης όλων με όλους θα ανατείλει μόνο μέσα απ’ τα συντρίμμια του κράτους και του πολιτισμού που αυτό μας επέβαλε. Γι’ αυτό, θα παραμείνουμε συνειδητά «άγριοι» και αμετανόητα απολίτιστοι απέναντι σε όσους καταστρέφουν τις ζωές μας.
Σχετικά βιβλία:
Μιχαήλ Μπακούνιν, «Η παρισινή κομμούνα του 1871 και η ιδέα του κράτους» DenisDiderot, «Άγριοι και πολιτισμένοι» Λαρς Πέρσον, «Άκου, Λευκέ!» Ζορζ Μπατάιγ, «Η θεωρία της θρησκείας» Χένρυ Νταίηβιντ Θορώ, «Πολιτική ανυπακοή» Χόρχε Λουίς Μπόρχες, «Τα κυκλικά ερείπια» (από τη συλλογή διηγημάτων «Μυθοπλασίες») Fustel de Coulanges, «Η Αρχαία Πόλη» Δήμητρα Γκέφου-Μαδιανού, «Ανθρωπολογική θεωρία και εθνογραφία» WillDurant, Παγκόσμιος ιστορία του πολιτισμού, τόμος Α’
σύντροφοι για την Αναρχική απελευθερωτική δράση
(anarhiki-drasi@hotmail.gr)
[Δημοσιεύτηκε στη μηνιαία αναρχική εφημερίδα Διαδρομή Ελευθερίας)
πηγή: http://anarchypress.wordpress.com/