Η Σίβυλλα της Κύμης, της οποίας τα διάσημα Σιβυλλικά Φύλλα κάηκαν σε πυρκαγιά στην αρχαία Ρώμη, λέγεται ότι απέκτησε τις δυνάμεις της από τον Απόλλωνα. Ο θεός του ήλιου προσφέρθηκε να χαρίσει στην Σίβυλλα οτιδήποτε εάν περάσει τη νύχτα μαζί του. Εκείνη δέχτηκε την προσφορά του, ζητώντας του τόσα πολλά χρόνια ζωής όσα οι κόκκοι άμμου που θα μπορούσε να συμπιέσει μέσα στο χέρι της. Ο Απόλλωνας το έκανε αυτό, και η Σίβυλλα, περιχαρής που υλοποιήθηκε η επιθυμία της, αρνήθηκε τη δική της υπόσχεση. Στη συνέχεια η επιθυμία της μετατράπηκε σε κατάρα, μια εκτεταμένη διάρκεια ζωής, αλλά όχι διαρκής νεότητα. Μετά από πολλά, πολλά χρόνια ηλικίας η μορφή της συρρικνώθηκε σε τέτοιο βαθμό που θα μπορούσε να χωρέσει σε ένα βάζο. Δεν είχε ανάγκη ούτε για φαγητό ούτε για ποτό, και καθώς η ίδια δε θα μπορούσε να πεθαίνει ούτε από την πείνα, ούτε από τη δίψα, το βάζο ήταν κρεμασμένο σε ένα δέντρο. Περιστασιακά μπορούσε να ξεστομίζει νέους χρησμούς ενώ τα παιδιά παρακολουθούσαν το βάζο και την πειράζαν, “Σίβυλλα, Σίβυλλα, τι θα ευχόσουν;” Με ένα εξασθενημένο ψίθυρο, εκείνη απαντούσε, «Θα ευχόμουν να πέθαινα».
Η ιστορία της Σίβυλλας της Κύμης θα μπορούσε κάλλιστα να είναι μια παραβολή για τη σύγχρονη ιατρική, με τους αναπνευστήρες της και τον εξοπλισμό υποστήριξης ζωής. Γενικότερα, αυτό υπαινίσσεται την φύση της ίδιας της τεχνολογίας, της πραγματικότητας έναντι όσων υπόσχεται. Αν επρόκειτο να ταξιδέψουμε χίλια χρόνια πίσω στο χρόνο και λέγαμε στο πρώτο άτομο που θα συναντούσαμε για τα θαύματα της εποχής μας – για τα αυτοκίνητα και τα αεροπλάνα, τα τηλεφώνα και τους υπολογιστές, τα φρούτα τον χειμώνα και τον πάγο το καλοκαίρι – ο ακροατής μας αναμφίβολα θα φανταζόταν έναν κόσμο όπου θα βασίλευε η μαγεία, έναν κόσμο όπου οι άνθρωποι θα είχαν γίνει ημίθεοι.
Ωστόσο, λίγοι από εμάς που ζούμε στο τώρα θα τη θεωρούσαμε μια εποχή μαγική, μάλλον το αντίθετο. Ομοίως, οι περισσότεροι από εμάς δεν βρίσκουν τη σύγχρονη κοινωνία να είναι ιδιαίτερα ενδυναμωμένη ή πλούσια όσο αποστραγγισμένη και στερούμενη γοητείας.
Η στιγμή που με επηρέασε περισσότερο στον κινηματογράφο ήταν η αρχή του δυστοπικού εφιάλτη THX-1138 του George Lucas . Η ταινία ανοίγει με σκηνές από τη σειρά του Buck Roger της δεκαετίας του ’30, αφηγείται με ενθουσιασμό, “Ο Buck Rogers στον 25ο αιώνα! ” και τότε, η οθόνη σβήνει και αλλάζει η μουσική, σε ζοφερή και δυσοίωνη. Ο κόσμος των όπλων-ακτίνων και των συσκευών έχει μείνει πίσω και εμείς, οι θεατές, γνωρίζουμε, χωρίς τίποτα να μας το έχει δείξει, το εξωπραγματικό αυτών των αθώων φαντασιώσεων στο πρόσωπό της φρίκης που το μέλλον μπορεί να επιφέρει.
Η ίδια η ταινία είναι ίσως το καλύτερο όραμα μιας τεχνοκρατίας που ήδη αναπαράγεται. Οι ιδιαιτερότητες – μια κοινωνία που κινείται υπόγεια, ρομπότ μπάτσοι και μη επανδρωμένες μηχανές, ανθρώποι εργαζόμενοι που υποστηρίζονται από φάρμακα για τη συμπεριφορά, πλήρης διαγραφή του ατόμου με τα ονόματα να αντικαθίστανται από αριθμούς, ολοκληρωτική κατάκτηση της φύσης από ένα άγονο, άψυχο τοπίο του τεχνητού – μπορεί να διαφέρουν από ό, τι περιμένουμε (στην πραγματικότητα, είναι σχεδόν βέβαιο ότι δεν διαφέρει από ό, τι ζοφερό μας προμηνύει το μέλλον), αλλά η έννοια μιας κοινωνίας σχεδόν πλήρως διαμορφωμένης σύμφωνα με τις απαιτήσεις της τεχνολογίας παραμένει.
Η έννοια της τεχνοκρατίας είναι παρανοημένη, ακόμη και από πολλά άτομα που γνωρίζουν καλά τις κοινωνικές επιπτώσεις της τεχνολογίας. Ένα μεγάλο μέρος της βιβλιογραφίας σχετικά με την τεχνολογία σε σχέση με την ανθρώπινη ελευθερία ασχολείται με τις αρμοδιότητες του κράτους, για το αν η τεχνολογία έχει τη δύναμη να απελευθερώσει το άτομο από τον κυβερνητικό καταναγκασμό, ή αντίστροφα, εάν η τεχνολογία αυξάνει την κρατική εξουσία. Εξέχοντα παραδείγματα υπάρχουν και από τις δύο πλευρές, λένε, για το λογισμικό κρυπτογράφησης από τη μια και για τους κατασκοπευτικούς δορυφόρους από την άλλη. Το θέμα είναι ενδιαφέρον, αλλά περιορισμένο. Η τεχνολογία αγγίζει τις ζωές μας με πολύ περισσότερους τρόπους από ό,τι μπορεί να ελέγξει ή να ελεγχθεί από το κράτος. Επηρεάζει τη δουλειά μας, την κουλτούρα μας, τις κοινωνικές σχέσεις μας, ακόμα και τις επιθυμίες μας. Η αναγνώριση του εύρους της τεχνολογίας είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη συμπερασμάτων για τα τελικά αποτελέσματά της.
Η τεχνοκρατία ορίζεται ως «η διαχείριση της κοινωνίας από τους τεχνικούς ειδικούς” (Webster 1971). Πιο ουσιαστικά, είναι μια κοινωνία που καθιστά τη διατήρηση και, σε κάποιο βαθμό, την προώθηση ενός συγκεκριμένου επιπέδου τεχνικών επιτευγμάτων σαν ένα ζήτημα κεντρικής σημασίας. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, μέσα σε έναν αιώνα, είναι πολύ πιθανό ότι «τεχνικοί ειδικοί» μπορεί να σημαίνει συστήματα τεχνητής νοημοσύνης.
Όλοι οι πολιτισμοί είναι, σε κάποιο βαθμό, τεχνοκρατικοί. Ακόμα και αν ο πολιτισμός μας ξεπερνά όλους τους άλλους από την άποψη της τεχνικής επάρκειας, εξακολουθεί να παρέχει μόνο ελάχιστη γεύση από το τι μπορεί να βρίσκεται μπροστά μας. Ο Vernor Vinge συγγραφέας επιστημονικής φαντασίας επινόησε τον όρο «μοναδικότητα» (singularity) για να περιγράψει το σημείο στο μέλλον όπου η τεχνολογική ανάπτυξη θα επιταχύνεται τόσο γρήγορα, ώστε τίποτα πέρα από αυτό το σημείο δε θα μπορούσε να προβλεφθεί αξιόπιστα. Και η καινοτομία, η οποία θα δώσει την κύρια ώθηση για ένα μέλλον μετα-μοναδικότητας – η νανοτεχνολογία – είναι μόνο μερικές δεκαετίες μακριά από την πλήρη ανάπτυξη της.