Καταμερισμός της Εργασίας: 1. η κατάτμηση σε εξειδικευμένα, συγκεκριμένα καθήκοντα για λόγους μέγιστης απόδοσης στην οποία συνίσταται η παραγωγή, αποτελεί στοιχειώδη όψη της παραγωγικής διαδικασίας. 2. ο περιορισμός ή η υποβάθμιση της ανθρώπινης δραστηριότητας σε ξεχωριστά καθήκοντα που αποτελούν την υλική ρίζα της αλλοτρίωσης. Είναι η βασική εξειδίκευση με την οποία εμφανίζεται και αναπτύσσεται ο πολιτισμός.
Η σχετική ολότητα της ζωής πριν τον πολιτισμό ήταν πριν από κάθε τι, η απουσία του περιοριστικού, καταπιεστικού διαχωρισμού των ανθρώπων σε διάφορους ρόλους και λειτουργίες. Η θέσμιση της απώλειας των εμπειριών και της δύναμης μπρος στην κυριαρχία της εξειδίκευσης, που φαίνεται τόσο φυσική σήμερα, συνιστά τον Καταμερισμό της Εργασίας. Δεν είναι τυχαίο που οι ιδεολογίες-κλειδιά του πολιτισμού έχουν επιστρατεύσει όλες τις δυνάμεις τους προκειμένου να προσδώσουν αξία στο διαχωρισμό αυτό. Στη «Δημοκρατία» του Πλάτωνα για παράδειγμα, μαθαίνουμε ότι η καταγωγή του Κράτους βρίσκεται στην «φυσική» ανισότητα μεταξύ των ανθρώπων που ενσωματώνεται στον Καταμερισμό της Εργασίας. Ο Durkheim αποτίνει το δικό του φόρο τιμής σε έναν διαχωρισμένο κόσμο ανισότητας, εκθειάζοντας την ως λυδία λίθο της “ανθρώπινης αλληλεγγύης”, η ηθική αξία της οποίας είναι… μάλλον το μαντέψατε ήδη! Πριν από αυτόν, σύμφωνα με τον Franz Borkenau, εκδηλώθηκε μια σημαντική αύξηση του καταμερισμού εργασίας γύρω στα 1600, όταν και εισήχθηκε η αφηρημένη έννοια της εργασίας, η οποία χρησιμοποιείται και για να υπογραμμίσει, με τη σειρά της, ολόκληρη τη σύγχρονη, καρτεσιανή σύλληψη της υποταγής ολόκληρης της υλικής μας υπόστασης και της μετατροπής της σε ένα αντικείμενο για την (αφηρημένη) συνείδηση.
Στην πρώτη κιόλας πρόταση του «Ο Πλούτος Των Εθνών» (1776), ο Adam Smith προέβλεψε την ουσία της βιομηχανικής επανάστασης προσδιορίζοντας πως ο καταμερισμός της εργασίας αντιστοιχεί και σε μια ποσοτική αύξηση της παραγωγικότητας. Είκοσι χρόνια αργότερα, ήταν ο Schiller αυτός που αναγνώρισε πως ο καταμερισμός της εργασίας παρήγαγε μια κοινωνία στην οποία τα μέλη της ήταν ανίκανα να αναπτυχθούν ως ανθρώπινες οντότητες. Ο Marx μπορούσε να δει και από τις δυο πλευρές: «Ως αποτέλεσμα του καταμερισμού της εργασίας ο εργάτης υποβαθμίζεται στην κατάσταση της μηχανής». Αλλά η λατρεία του Marx στην ολότητα της παραγωγής ήταν και καθοριστική για την ανθρώπινη απελευθέρωση. Θεώρησε πως το ξεπέρασμα της αθλιότητας των ανθρώπων περνά μέσα από το αναγκαίο κακό της καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Ο Μαρξισμός δεν μπόρεσε να εξαλείψει το καθοριστικό αποτύπωμα αυτής της θεώρησης υπέρ του καταμερισμού της εργασίας, κι έτσι οι βασικοί θεωρητικοί του σίγουρα αντανακλούν αυτήν την αποδοχή. Ο Lukacs, για παράδειγμα, επιλέγει να το αγνοήσει, βλέποντας μόνο πως τις «δυνάμεις ενοποίησης της κυρίαρχης εμπορευματικής μορφής» εφιστώντας την προσοχή του στο πρόβλημα της προλεταριακής συνειδητοποίησης. Ο E.P. Thompson κατανόησε ότι μέσα στο βιομηχανικό σύστημα, «η χαρακτηρο-δομή των ανυπόταχτων προ-βιομηχανικών εργατών ή βιοτεχνών προσαρμόστηκε με τη βία σε αυτό που αποτέλεσε τον υπάκουο απομονωμένο εργάτη». Κι όμως, έδωσε ελάχιστη προσοχή στον καταμερισμό της εργασίας, τον κεντρικό μηχανισμό με τον οποίο αυτή η προσαρμογή επιτεύχθηκε.
Ο Marcuse προσπάθησε να περιγράψει έναν πολιτισμό με απουσία κάθε καταπίεσης, ερχόμενος ωστόσο μπρος στην ασυμβατότητα αυτών των δύο. Υποκύπτοντας στη «φυσικότητα» του καταμερισμού εργασίας, έκρινε πως η «λελογισμένη άσκηση εξουσίας» και η «πρόοδος του συνόλου» στηρίζονται πάνω του. Λίγες σελίδες μετά, πάλι, στο «Έρως και Πολιτισμός» θα παραδεχτεί πως «κάποιος καταλήγει ολοένα και πιο αποξενωμένος από την εργασία του όσο περισσότερο εξειδικευμένος γίνεται ο καταμερισμός της εργασίας».
Ο Ellul καταλάβαινε πως «το αιχμηρό λεπίδι της εξειδίκευσης έχει χαράξει σα ξυράφι τη ζωντανή σάρκα», πως ο καταμερισμός της εργασίας προκαλεί την άγνοια ενός «κλειστού σύμπαντος» αποκόπτοντας το υποκείμενο από τους άλλους κι από τη φύση.
Παρομοίως ο Horkheimer συνόψισε την αλλοτρίωση: «Έτσι, παρόλη τη δραστηριότητά τους, τα άτομα γίνονται ολοένα και πιο παθητικά, παρόλη την εξουσία τους πάνω στη φύση, γίνονται ολοένα και πιο ανίσχυρα μπροστά στην κοινωνία και τους εαυτούς τους». Παρόμοια σκεπτόμενος, ο Foucault επέστησε την προσοχή στην παραγωγικότητα ως το στοιχειώδη σύγχρονο καταναγκασμό.
Όμως η σύγχρονη μαρξιστική σκέψη συνεχίζει να πέφτει στην παγίδα της ανάπτυξης του καταμερισμού της εργασίας, για χάρη της τεχνολογικής προόδου. Ο Braverman στο -με πολλές έννοιες- εξαιρετικό έργο του «Εργασία και Μονοπωλιακό Κεφάλαιο» εξερευνά την υποβάθμιση της εργασίας, αλλά τη θεωρεί κατά κύριο λόγο, ως πρόβλημα «απώλειας της θέλησης και της φιλοδοξίας, να αποσπαστεί ο έλεγχος της παραγωγής από τα χέρια των καπιταλιστών».
Οι «Ψυχολογικό-Κοινωνικές Συνέπειες της Φυσικής και Αλλοτριωμένης Εργασίας» του Schwabbe είναι αφιερωμένες στο τέλος κάθε κυριαρχίας επί της παραγωγής και προτείνουν μια αυτό-διαχείριση της παραγωγής. Ο λόγος, προφανώς, που αγνοεί τον καταμερισμό της εργασίας είναι ότι είναι έμφυτος στην παραγωγή. Δεν καταλαβαίνει ότι είναι ηλίθιο να μιλάς για απελευθέρωση και παραγωγή στην ίδια πρόταση. Η τάση του καταμερισμού της εργασίας ήταν πάντοτε το αναγκαίο φορτίο που προσέφερε κάθε ανταλλάξιμο γρανάζι σε ένα ολοένα και περισσότερο αυτονομούμενο, αδιαπέραστο στην επιθυμία σύστημα. Ο βαρβαρισμός των μοντέρνων καιρών παραμένει η υποδούλωση στην τεχνολογία, με άλλα λόγια, ο καταμερισμός της εργασίας. Η εξειδίκευση, γράφει ο Giedion, «προχωρά χωρίς αναβολή», κι έτσι σήμερα περισσότερο από ποτέ, μπορούμε να δούμε και να νιώσουμε τον τελματωμένο, από-ερωτικοποιημένο κόσμο στον οποίο μας οδήγησε. Ο Robinson Jeffers έχει πάρει την απόφασή του: «Δεν θεωρώ πως ο βιομηχανικός πολιτισμός αξίζει τη διαστροφή της ανθρώπινης φύσης, την απονοηματοδότηση και την απώλεια της επαφής με τη Γη, στην οποία οδηγεί».
Εντωμεταξύ, η συνεχιζόμενη μυθολογία της «ουδετερότητας» και του «αναπόφευκτου» της τεχνολογικής ανάπτυξης, παίζουν τεράστιο ρόλο στην ενσωμάτωση του καθένα στον καταναγκασμό του καταμερισμού της εργασίας. Όσοι αντιτίθενται στην κυριαρχία ενώ ταυτόχρονα υπερασπίζονται τον αξιακό πυρήνα της, παρατείνουν την αιχμαλωσία μας. Θυμηθείτε τον Guattari, το μετα-στρουκτουραλιστή ριζοσπάστη, που θεωρεί πως η επιθυμία και το όνειρο είναι δυνατά «ακόμα και σε μια κοινωνία με υψηλή βιομηχανική ανάπτυξη και πλήρως ανεπτυγμένες υπηρεσίες πληροφοριών κλπ». Ο προχωρημένος αυτός γάλλος εχθρός της αλλοτρίωσης, ωχριά μπροστά στην απλοϊκή παρατήρηση της «έμφυτης αδυναμίας των βιομηχανικών κοινωνιών», προσφέρει ωστόσο ένα παράδειγμα εφαρμογής της ρήσης του: «χρειάζεται να αμφισβητήσουμε εξ ολοκλήρου την πρακτική των ειδικών», όχι φυσικά την ίδια την ύπαρξη των ειδικών, αλλά απλώς την «πρακτική» τους.
Για να γυρίσουμε στο ερώτημα: «Πόσο από τον καταμερισμό της εργασίας θα έπρεπε να κρατήσουμε;», θα ανταπέδιδα με την ερώτηση: «Πόση από την ολότητα των εαυτών μας και του πλανήτη επιθυμούμε;»
John Zerzan
[μετάφραση: για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας, Αύγουστος 2007]